1 Αλλα τωρα ακουσον, δουλε μου Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εξελεξα.
2 Ουτω λεγει Κυριος, οστις σε εκαμε και σε επλασεν εκ κοιλιας και θελει σε βοηθησει· Μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, και συ, Ιεσουρουν, τον οποιον εξελεξα.
3 Διοτι θελω εκχεει υδωρ επι τον διψωντα και ποταμους επι την ξηραν· θελω εκχεει το πνευμα μου επι το σπερμα σου και την ευλογιαν μου επι τους εκγονους σου·
4 και θελουσι βλαστησει ως μεταξυ χορτου, ως ιτεαι παρα τους ρυακας των υδατων.
5 Ο μεν θελει λεγει, Εγω ειμαι του Κυριου· ο δε θελει ονομαζεσθαι με το ονομα Ιακωβ· και αλλος θελει υπογραφεσθαι με την χειρα αυτου εις τον Κυριον και επονομαζεσθαι με το ονομα Ισραηλ.
6 Ουτω λεγει Κυριος ο Βασιλευς του Ισραηλ και ο Λυτρωτης αυτου, ο Κυριος των δυναμεων· Εγω ειμαι ο πρωτος και εγω ο εσχατος· και εκτος εμου δεν υπαρχει Θεος.
7 Και τις ως εγω θελει κραξει και αναγγειλει και διαταξει εις εμε, αφου εσυστησα τον παλαιον λαον; και τα επερχομενα και τα μελλοντα ας αναγγειλωσι προς αυτους.
8 Μη φοβεισθε μηδε τρομαζετε· εκτοτε δεν σε εκαμα να ακουσης και ανηγγειλα τουτο; σεις εισθε μαλιστα μαρτυρες μου· εκτος εμου υπαρχει Θεος; βεβαιως δεν υπαρχει βραχος· δεν γνωριζω ουδενα.
9 Οσοι κατασκευαζουσιν ειδωλα, παντες ειναι ματαιοτης· και τα πολυεραστα αυτων ειδωλα δεν ωφελουσι· και αυτοι ειναι μαρτυρες αυτων οτι δεν βλεπουσιν ουδε νοουσι, δια να καταισχυνθωσι.
10 Τις επλασε θεον η εχυσεν ειδωλον, το οποιον ουδεν ωφελει;
11 Ιδου, παντες οι συντροφοι αυτου θελουσιν αισχυνθη· και οι τεχνιται, αυτοι ειναι εξ ανθρωπων· ας συναχθωσι παντες ομου· ας παρασταθωσι· θελουσι φοβηθη, θελουσιν εντραπη παντες ομου.
12 Ο χαλκευς κοπτει σιδηρον και εργαζεται εις τους ανθρακας και με τα σφυρια μορφονει αυτο και κατασκευαζει αυτο με την δυναμιν των βραχιονων αυτου· μαλιστα πεινα και η δυναμις αυτου αποκαμνει· υδωρ δεν πινει και ατονει.
13 Ο ξυλουργος εξαπλονει τον κανονα, σημειονει αυτο με σταθμην, ομαλυνει αυτο με ροκανια και σημειονει αυτο δια του διαβητου και καμνει αυτο κατα την ανθρωπινην μορφην, κατα ανθρωπινην ωραιοτητα, δια να κατοικη εν τη οικια.
14 Κοπτει εις εαυτον κεδρους και λαμβανει την κυπαρισσον και την δρυν, τα οποια εκλεγει εις εαυτον μεταξυ των δενδρων του δασους· φυτευει πευκην και η βροχη αυξανει αυτην.
15 Και θελει εισθαι χρησιμον εις τον ανθρωπον δια καυσιμον· και εξ αυτου λαμβανει και θερμαινεται· προσετι καιει αυτο και ψηνει αρτον· προσετι καμνει αυτο θεον και προσκυνει αυτο· καμνει αυτο ειδωλον και γονατιζει εμπροσθεν αυτου.
16 Το ημισυ αυτου καιει εν πυρι· με το αλλο ημισυ τρωγει το κρεας· ψηνει το ψητον και χορταινει· και θερμαινεται, λεγων, Ω εθερμανθην, ειδον το πυρ·
17 και το εναπολειφθεν αυτου καμνει θεον, το γλυπτον αυτου· γονατιζει εμπροσθεν αυτου και προσκυνει αυτο και προσευχεται εις αυτο και λεγει, Λυτρωσον με, διοτι εισαι ο θεος μου.
18 Δεν καταλαμβανουσιν ουδε νοουσι· διοτι εκλεισε τους οφθαλμους αυτων δια να μη βλεπωσι, και τας καρδιας αυτων δια να μη νοωσι.
19 Και ουδεις συλλογιζεται εν τη καρδια αυτου ουδε ειναι γνωσις εν αυτω ουδε νοησις, ωστε να ειπη, Το ημισυ αυτου εκαυσα εν πυρι· ετι εψησα αρτον επι των ανθρακων αυτου· εψησα κρεας και εφαγον· επειτα θελω καμει το υπολοιπον αυτου βδελυγμα; θελω προσκυνησει δενδρου κορμον;
20 Βοσκεται απο στακτης· η ηπατημενη καρδια αυτου απεπλανησεν αυτον, δια να μη δυναται να ελευθερωση την ψυχην αυτου μηδε να ειπη, Τουτο, τη εν τη δεξια μου, δεν ειναι ψευδος;
21 Ενθυμου ταυτα, Ιακωβ και Ισραηλ· διοτι δουλος μου εισαι· εγω σε επλασα· δουλος μου εισαι· Ισραηλ, δεν θελεις λησμονηθη υπ' εμου.
22 Εξηλειψα ως πυκνην ομιχλην τας παραβασεις σου, και ως νεφος τας αμαρτιας σου· επιστρεψον προς εμε· διοτι εγω σε ελυτρωσα.
23 Ψαλλετε, ουρανοι· διοτι ο Κυριος εκαμε τουτο· αλαλαξατε, τα κατω της γης· εκβαλετε φωνην αγαλλιασεως, ορη, δαση και παντα τα εν αυτοις δενδρα· διοτι ο Κυριος ελυτρωσε τον Ιακωβ και εδοξασθη εν τω Ισραηλ.
24 Ουτω λεγει ο Κυριος, οστις σε ελυτρωσε και σε επλασεν εκ κοιλιας· Εγω ειμαι ο Κυριος ο ποιησας τα παντα· ο μονος εκτεινας τους ουρανους, ο στερεωσας την γην απ' εμαυτου·
25 ο ματαιονων τα σημεια των ψευδολογων και καθιστων παραφρονας τους μαντεις· ο ανατρεπων τους σοφους και μωραινων την επιστημην αυτων·
26 ο στερεονων τον λογον του δουλου μου και εκπληρων την βουλην των μηνυτων μου· ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις κατοικισθη· και προς τας πολεις του Ιουδα, Θελετε ανακτισθη και θελω ανορθωσει τα ερειπια αυτου·
27 ο λεγων προς την αβυσσον, Γενου ξηρα και θελω ξηρανει τους ποταμους σου·
28 ο λεγων προς τον Κυρον, Ουτος ειναι ο βοσκος μου και θελει εκπληρωσει παντα τα θεληματα μου· και ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις ανακτισθη· και προς τον ναον, Θελουσι τεθη τα θεμελια σου.
1 "Klausyk, Jokūbai, mano tarne, ir Izraeli, kurį išsirinkau.
2 Taip sako Viešpats, kuris tave padarė ir sukūrė tave dar įsčiose: ‘Nebijok, mano tarne Jokūbai ir Ješurūnai, kurį išsirinkau.
3 Aš išliesiu vandens sroves ant išdžiūvusios žemės ir ant dykumų; išliesiu savo dvasios ant tavo palikuonių ir savo palaiminimą ant tavo vaikų,
4 jie žels kaip žolė prie vandens, kaip gluosniai prie tekančio upelio.
5 Vienas sakys: ‘Aš esu Viešpaties’, kitas vadinsis Jokūbo vardu, trečiasis rašys savo ranka: ‘Viešpaties’ ir pasivadins Izraeliu’ ".
6 Bet Viešpats, Izraelio karalius, jo atpirkėjas, kareivijų Viešpats, sako: "Aš esu pirmasis ir paskutinysis, be manęs nėra kito dievo.
7 Kas yra toks, kaip Aš? Tegul jis pasirodo, praneša, paskelbia ir išdėsto, kas buvo praeityje ir kas įvyks.
8 Nebijokite ir nenusigąskite! Aš jums jau seniai sakiau ir pranešiau: jūs esate mano liudytojai. Be manęs nėra kito dievo, Aš nežinau jokio".
9 Visi stabų dirbėjai yra niekas, jų darbas jiems nenaudingas. Jie patys sau yra liudytojai, jie nieko nesupranta ir nemato, todėl jie bus sugėdinti.
10 Padarytas dievas ir nulietas atvaizdas nieko nevertas.
11 Visiems jų dirbėjams bus gėda. Visi stabų dirbėjai yra žmonės. Jie visi susirinkę išsigąs ir gėdysis savo darbo.
12 Kalvis savo stipriomis rankomis dirba stabą: anglių karštyje įkaitinęs geležį, jį daro, kūjais lygina. Jis dirbdamas alksta, trokšta ir pavargsta.
13 Dailidė dirbdamas naudoja virvę, pieštuką, kampainį, oblių; jais matuoja, nustato formas ir padaro gražaus žmogaus pavidalo stabą, tinkantį gyventi namuose.
14 Jam pagaminti jis nusikerta kedrą, uosį, ąžuolą ar pušį, užaugusius miške tarp medžių.
15 Jie tinka žmonėms kurui: jais šildosi ir ant jų gamina maistą. Iš likusio medžio padirbęs dievą, parpuolęs prieš savo drožinį, garbina jį.
16 Dalį jis sudegino: išsikepė mėsos, išsivirė viralo. Pasisotinęs ir sušilęs džiaugiasi: "Man šilta!"
17 Iš likusios dalies pasidirbo stabą ir, atsiklaupęs prieš jį, garbino jį ir maldavo: "Išlaisvink mane, nes tu esi mano dievas".
18 Jie nežino ir nesupranta, nes jie apakę ir širdimi nesuvokia.
19 Nė vienas nepagalvoja, kad pusę sudegino, ant anglių išsikepė duonos, išsivirė mėsos ir pavalgė. Iš likusio medžio pasidirbę stabą, parpuola prieš medžio gabalą.
20 Jis maitinasi pelenais, jo protas aptemęs, jo širdis klaidina, jis nepajėgia išsilaisvinti ir pasakyti: "Ar aš neapgaudinėju pats savęs?"
21 "Atsimink tai, Jokūbai ir Izraeli, tu esi mano tarnas! Aš tave padariau, Izraeli. Aš neužmiršiu tavęs!
22 Aš pašalinau tavo nusikaltimus kaip debesį ir tavo nuodėmes kaip miglą. Grįžk pas mane, nes Aš atpirkau tave".
23 Džiaukitės, dangūs, nes Viešpats tai įvykdė! Šūkaukite, žemės gelmės, linksmai giedokite, miškai ir visi medžiai! Viešpats atpirko Jokūbą ir Izraelyje apsireikš Jo šlovė.
24 Taip sako Viešpats, tavo atpirkėjas, kuris sukūrė tave: "Aš esu Viešpats, kuris visa darau; Aš vienas ištiesiau dangus ir sutvirtinau žemę savo jėga".
25 Jis išniekina žynių ženklus ir burtininkus padaro kvailiais; Jis pašalina išminčius, o jų išmintį padaro kvailyste.
26 Jis patvirtina savo tarno žodį ir įvykdo savo pasiuntinio pranešimą. Jis sako Jeruzalei: "Tu būsi apgyvendinta", ir Judo miestams: "Jūs būsite atstatyti".
27 Jis sako gelmei: "Išsek! Aš išdžiovinsiu tavo upes!"
28 Viešpats kalba apie Kyrą: "Jis yra mano tarnas ir įvykdys mano valią!" Jis sako Jeruzalei: "Tu būsi atstatyta", o šventyklai: "Tavo pamatai bus padėti".