1 Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Κυριε Θεε μου, εμεγαλυνθης σφοδρα· τιμην και μεγαλοπρεπειαν εισαι ενδεδυμενος·
2 ο περιτυλιττομενος το φως ως ιματιον, ο εκτεινων τον ουρανον ως καταπετασμα·
3 ο στεγαζων με υδατα τα υπερωα αυτου· ο ποιων τα νεφη αμαξαν αυτου· ο περιπατων επι πτερυγων ανεμων·
4 ο ποιων τους αγγελους αυτου πνευματα, τους λειτουργους αυτου πυρος φλογα·
5 ο θεμελιων την γην επι την βασιν αυτης, δια να μη σαλευθη εις τον αιωνα του αιωνος.
6 Με την αβυσσον, ως με ιματιον, εκαλυψας αυτην· τα υδατα εσταθησαν επι των ορεων·
7 απο επιτιμησεως σου εφυγον· απο της φωνης της βροντης σου εσυρθησαν εν βια·
8 ανεβησαν εις τα ορη, κατεβησαν εις τας κοιλαδας, εις τοπον, τον οποιον διωρισας δι' αυτα·
9 εθεσας οριον, το οποιον δεν θελουσιν υπερβη ουδε θελουσιν επιστρεψει δια να σκεπασωσι την γην.
10 Ο εξαποστελλων πηγας εις τας φαραγγας, δια να ρεωσιν αναμεσον των ορεων·
11 ποτιζουσι παντα τα θηρια του αγρου· οι αγριοι ονοι σβυνουσι την διψαν αυτων·
12 πλησιον αυτων τα πετεινα του ουρανου κατασκηνουσι, και αναμεσον των κλαδων κελαδουσιν.
13 Ο ποτιζων τα ορη εκ των υπερωων αυτου· απο του καρπου των εργων σου χορταινει η γη.
14 Ο αναδιδων χορτον δια τα κτηνη και βοτανην προς χρησιν του ανθρωπου, δια να εξαγη τροφην εκ της γης,
15 και οινον ευφραινοντα την καρδιαν του ανθρωπου, ελαιον δια να λαμπρυνη το προσωπον αυτου, και αρτον στηριζοντα την καρδιαν του ανθρωπου.
16 Εχορτασθησαν τα δενδρα του Κυριου· αι κεδροι του Λιβανου, τας οποιας εφυτευσεν·
17 Οπου τα πετεινα καμνουσι φωλεας· αι πευκαι ειναι η κατοικια του πελαργου.
18 Τα ορη τα υψηλα ειναι δια τας δορκαδας· αι πετραι καταφυγη εις τους δασυποδας.
19 Εκαμε την σεληνην δια τους καιρους· ο ηλιος γνωριζει την δυσιν αυτου.
20 Φερεις σκοτος, και γινεται νυξ· εν αυτη περιφερονται παντα τα θηρια του δασους·
21 οι σκυμνοι βρυχωνται δια να αρπασωσι, και να ζητησωσι παρα του Θεου την τροφην αυτων.
22 Ο ηλιος ανατελλει· συναγονται και πλαγιαζουσιν εν τοις σπηλαιοις αυτων·
23 εξερχεται ο ανθρωπος εις το εργον αυτου και εις την εργασιαν αυτου εως εσπερας.
24 Ποσον μεγαλα ειναι τα εργα σου, Κυριε· τα παντα εν σοφια εποιησας· η γη ειναι πληρης των ποιηματων σου·
25 αυτη η θαλασσα η μεγαλη και ευρυχωρος. Εκει ειναι ερπετα αναριθμητα, ζωα μικρα μετα μεγαλων·
26 εκει διατρεχουσι τα πλοια· εκει ο Λευιαθαν ουτος, τον οποιον επλασας δια να παιζη εν αυτη.
27 Παντα ταυτα επι σε ελπιζουσι, δια να δωσης εν καιρω την τροφην αυτων.
28 Διδεις εις αυτα, συναγουσιν· ανοιγεις την χειρα σου, χορταινουσιν αγαθα.
29 Αποστρεφεις το προσωπον σου, ταραττονται· σηκονεις την πνοην αυτων, αποθνησκουσι και εις το χωμα αυτων επιστρεφουσιν·
30 εξαποστελλεις το πνευμα σου, κτιζονται, και ανανεονεις το προσωπον της γης.
31 Η δοξα του Κυριου εστω εις τον αιωνα· ας ευφραινεται ο Κυριος εις τα εργα αυτου·
32 ο επιβλεπων επι την γην και καμνων αυτην να τρεμη· εγγιζει τα ορη, και καπνιζουσι.
33 Θελω ψαλλει εις τον Κυριον ενοσω ζω· θελω ψαλμωδει εις τον Θεον μου ενοσω υπαρχω.
34 Η εις αυτον μελετη μου θελει εισθαι γλυκεια· εγω θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον.
35 Ας εκλειψωσιν οι αμαρτωλοι απο της γης και οι ασεβεις ας μη υπαρχωσι πλεον. Ευλογει, η ψυχη μου, τον Κυριον. Αλληλουια.
1 Laimink, mano siela, Viešpatį! Viešpatie, mano Dieve, Tu esi labai didingas! Didybe ir garbe esi apsirengęs.
2 Tave supa šviesa kaip apsiaustas; ištiesei dangus kaip skraistę.
3 Virš vandenų surentei sau kambarius, debesis padarei savo vežimu, važiuoji ant vėjo sparnų.
4 Tu darai savo pasiuntinius kaip vėjus, savo tarnus kaip liepsnojančią ugnį.
5 Tu padėjai žemės pamatus, ir niekas jos nepajudins per amžius.
6 Vandenynais kaip drabužiu apdengei ją, kalnų viršūnes vandenys dengė.
7 Tau grūmojant, jie pabėgo, nuo Tavo griaustinio balso jie pasišalino.
8 Jie kyla į kalnus, leidžiasi į slėnius, į vietas, kurias jiems paskyrei.
9 Nustatei jiems ribą, kad neperžengtų jos ir nebeužlietų žemės.
10 Tu pasiuntei šaltinius į slėnius, tarp kalnų jie teka.
11 Iš jų miško žvėrys geria ir laukiniai asilai troškulį savo malšina.
12 Jų pakrantėse padangių paukščiai gyvena, medžių šakose jie čiulba.
13 Iš savo kambarių kalnus Tu laistai, Tavo rankų darbas gaivina žemę.
14 Tu išaugini žolę galvijams ir augalus, kad tarnautų žmogui, kad iš žemės jis maistą sau gautų
15 ir vyną, kuris linksmina žmogaus širdį. Veidai spindi nuo aliejaus, o duona stiprina žmonių širdis.
16 Viešpaties medžiai pasisotina, Libano kedrai, Jo pasodinti.
17 Paukščiai ten krauna lizdus, gandras kipariso viršūnėje sau namus pasidarė.
18 Aukšti kalnailaukinėms ožkoms, uolostriušiams prieglaudą teikia.
19 Jis sukūrė mėnulį laikui žymėti, saulė žino, kada nusileisti.
20 Tu siunti tamsą, ir ateina naktis, miško žvėrys sujunda.
21 Ima riaumoti jauni liūtai, grobio ieškodami, ir prašo Dievą sau maisto.
22 Kai pateka saulė, jie pasitraukia miegoti į savo lindynes.
23 Žmogus išeina į darbą ir darbuojasi ligi vakaro.
24 Viešpatie, kokia daugybė Tavo darbų! Juos išmintingai padarei, žemę pripildei savo turtų.
25 Štai didelė ir plati jūra. Ten knibžda be skaičiaus įvairaus dydžio gyvūnų.
26 Ten plaukioja laivai, Tavo sukurtas leviatanas vandeny žaidžia.
27 Jie visi iš Tavęs laukia, kad duotum jiems maisto reikiamu metu.
28 Tu duodi jiems, jie rankioja. Tu ištiesi savo ranką, jie pasisotina gausiai.
29 Tau paslėpus nuo jų veidą, jie išsigąsta. Tu atimi iš jų kvapą, ir jie miršta, dulkėmis virsta.
30 Atsiunti Tu savo dvasią, sukuri juos ir atnaujini žemės veidą.
31 Viešpaties šlovė pasiliks per amžius, džiaugsis Viešpats savo darbais.
32 Jis pažvelgia į žemę, ji sudreba; paliečia kalnus, ir jie rūksta.
33 Viešpačiui giedosiu, kol gyvensiu, giedosiu gyrių Dievui, kol gyvas būsiu.
34 Mano apmąstymai Jam patiks; aš džiaugsiuosi Viešpatyje.
35 Te nusidėjėliai dingsta iš žemės, tenebūna daugiau nedorėlių. Laimink, mano siela, Viešpatį! Girkite Viešpatį!