1 Θεε της αινεσεως μου, μη σιωπησης·

2 διοτι στομα ασεβους και στομα δολιου ηνοιχθησαν επ' εμε· ελαλησαν κατ' εμου με γλωσσαν ψευδη·

3 και με λογους μισους με περιεκυκλωσαν και με επολεμησαν αναιτιως.

4 Αντι της αγαπης μου ειναι αντιδικοι εις εμε· εγω δε προσευχομαι.

5 Και ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου, και μισος αντι της αγαπης μου.

6 Καταστησον ασεβη επ' αυτον· και διαβολος ας στεκη εκ δεξιων αυτου.

7 Οταν κρινηται, ας εξελθη καταδεδικασμενος· και η προσευχη αυτου ας γεινη εις αμαρτιαν.

8 Ας γεινωσιν αι ημεραι αυτου ολιγαι· αλλος ας λαβη την επισκοπην αυτου.

9 Ας γεινωσιν οι υιοι αυτου ορφανοι και η γυνη αυτου χηρα.

10 Και ας περιπλανωνται παντοτε οι υιοι αυτου και ας γεινωσιν επαιται, και ας ζητωσιν εκ των ερειπιων αυτων.

11 Ας παγιδευση ο δανειστης παντα τα υπαρχοντα αυτου· και ας διαρπασωσιν οι ξενοι τους κοπους αυτου.

12 Ας μη υπαρχη ο ελεων αυτον, και ας μη ηναι ο οικτειρων τα ορφανα αυτου.

13 Ας εξολοθρευθωσιν οι εκγονοι αυτου· εν τη επερχομενη γενεα ας εξαλειφθη το ονομα αυτων.

14 Ας ελθη εις ενθυμησιν ενωπιον του Κυριου η ανομια των πατερων αυτου· και η αμαρτια της μητρος αυτου ας μη εξαλειφθη·

15 Ας ηναι παντοτε ενωπιον του Κυριου, δια να εκκοψη απο της γης το μνημοσυνον αυτων.

16 Διοτι δεν ενεθυμηθη να καμη ελεος· αλλα κατετρεξεν ανθρωπον πενητα και πτωχον, δια να θανατωση τον συντετριμμενον την καρδιαν.

17 Επειδη ηγαπησε καταραν, ας ελθη επ' αυτον· επειδη δεν ηθελησεν ευλογιαν, ας απομακρυνθη απ' αυτου.

18 Επειδη ενεδυθη καταραν ως ιματιον αυτου, ας εισελθη ως υδωρ εις τα εντοσθια αυτου και ως ελαιον εις τα οστα αυτου·

19 Ας γεινη εις αυτον ως το ιματιον, το οποιον ενδυεται και ως η ζωνη, την οποιαν παντοτε περιζωννυται.

20 Αυτη ας ηναι των αντιδικων μου η αμοιβη παρα του Κυριου, και των λαλουντων κακα κατα της ψυχης μου.

21 Αλλα συ, Κυριε Θεε, ενεργησον μετ' εμου δια το ονομα σου· επειδη ειναι αγαθον το ελεος σου, λυτρωσον με.

22 Διοτι πτωχος και πενης ειμαι, και η καρδια μου ειναι πεπληγωμενη εντος μου.

23 Παρηλθον ως σκια, οταν εκκλινη· εκτιναζομαι ως η ακρις.

24 Τα γονατα μου ητονησαν απο της νηστειας και η σαρξ μου εξεπεσεν απο του παχους αυτης.

25 Και εγω εγεινα ονειδος εις αυτους· οτε με ειδον, εκινησαν τας κεφαλας αυτων.

26 Βοηθησον μοι, Κυριε ο Θεος μου· σωσον με κατα το ελεος σου·

27 και ας γνωρισωσιν οτι η χειρ σου ειναι τουτο· οτι συ, Κυριε, εκαμες αυτο.

28 Αυτοι θελουσι καταρασθαι, συ δε θελεις ευλογει· θελουσι σηκωθη, πλην θελουσι καταισχυνθη· ο δε δουλος σου θελει ευφραινεσθαι.

29 Ας ενδυθωσιν εντροπην οι αντιδικοι μου· και ας φορεσωσιν ως επενδυμα την αισχυνην αυτων.

30 Θελω δοξολογει σφοδρα τον Κυριον δια του στοματος μου, και εν μεσω πολλων θελω υμνολογει αυτον·

31 Διοτι ισταται εν τη δεξια του πτωχου, δια να λυτρονη αυτον εκ των καταδικαζοντων την ψυχην αυτου.

1 Netylėk, mano gyriaus Dieve.

2 Nedorėlio burna ir klastingojo burna prieš mane atsivėrė. Jie kalba prieš mane melagingais liežuviais.

3 Neapykantos žodžiais jie apsupo mane ir puola mane nekaltą.

4 Už mano meilę jie kaltina mane, bet aš meldžiuosi.

5 Piktu už gera jie man atlygina ir neapykanta už meilę.

6 Atiduok tokį nedorėlių valiai, te šėtonas stovi jo dešinėje.

7 Teisme tebūna jis pasmerktas, jo malda tebūna nuodėmė.

8 Tebūna jo gyvenimas trumpas. Jo tarnystę tegauna kitas.

9 Jo vaikai tepalieka našlaičiais ir žmona­našle.

10 Elgetomis ir benamiais tegu tampa jo vaikai, tebūna jie išmesti iš savų sunaikintų namų.

11 Skolintojas tepasiglemžia jo turtą ir svetimieji jo uždarbį teišgrobsto.

12 Nė vienas jo tenesigaili ir tenebūna kas užjaustų jo našlaičius.

13 Jo palikuonys tesunyksta. Kitoje kartoje teišdyla jų vardas.

14 Viešpats teatsimena jo tėvų kaltes, ir jo motinos nuodėmė tenebūna išdildyta.

15 Tegu nuolat Viešpats juos stebi, kad nuo žemės nušluotų jų atminimą.

16 Nes neparodė jis gailestingumo, bet persekiojo beturtį ir vargšą, kėsinosi nužudyti sudužusį širdyje.

17 Jis mėgo prakeikimą, tegu jis užklumpa jį; jis nemėgo palaiminimo, tebūna jis toli nuo jo.

18 Jis apsivilko prakeikimu kaip drabužiu, todėl kaip vanduo jis teįsisunkia į kūną, kaip aliejus į kaulus.

19 Jis tebūna jam kaip drabužis, kuris dengia jo kūną, kaip juosta, kuria jis susijuosia.

20 Taip tegul užmoka Viešpats mano priešininkams ir tiems, kurie kalba pikta prieš mane.

21 Bet Tu, Viešpatie Dieve, sustiprink mane dėl savojo vardo, gelbėk dėl savo gailestingumo.

22 Aš esu vargšas ir beturtis, mano širdis sužeista.

23 Nykstu kaip šešėlis, mane nešioja kaip vėjas skėrį.

24 Mano keliai nuo pasninko linksta, sulyso mano kūnas.

25 Aš jiems tapau pajuoka. Matydami mane, jie kraipė galvas.

26 Padėk man, Viešpatie, mano Dieve, išgelbėk mane, būdamas gailestingas.

27 Viešpatie, težino jie, jog tai Tavo ranka padarė.

28 Jie tegul keikia, bet Tu laimink! Kai jie pakyla, tebūna sugėdinti, o Tavo tarnas tesidžiaugia.

29 Teapsivelka mano priešininkai nešlove, juos gėda kaip drabužis teapgaubia.

30 Savo burna garsiai girsiu Viešpatį, girsiu Jį minioje.

31 Jis stovi beturčio dešinėje, gina jį nuo pasmerkėjų.