1 Ευλογητος ο Κυριος, το φρουριον μου, ο διδασκων τας χειρας μου εις πολεμον, τους δακτυλους μου εις μαχην·
2 το ελεος μου και το οχυρωμα μου, το υψηλον καταφυγιον μου και ο ελευθερωτης μου· η ασπις μου, επι τον οποιον ηλπισα, οστις υποτασσει τον λαον μου υπ' εμε.
3 Κυριε, τι ειναι ο ανθρωπος, και γνωριζεις αυτον; η ο υιος του ανθρωπου, και συλλογιζεσαι αυτον;
4 Ο ανθρωπος ομοιαζει την ματαιοτητα· αι ημεραι αυτου ειναι ως σκια παρερχομενη.
5 Κυριε, κλινον τους ουρανους σου και καταβηθι· εγγισον τα ορη, και θελουσι καπνισει.
6 Αστραψον αστραπην, και θελεις διασκορπισει αυτους· ριψον τα βελη σου, και θελεις εξολοθρευσει αυτους.
7 Εξαποστειλον την χειρα σου εξ υψους· λυτρωσον με και ελευθερωσον με εξ υδατων πολλων, εκ χειρος των υιων του αλλοτριου,
8 των οποιων το στομα λαλει ματαιοτητα, και η δεξια αυτων ειναι δεξια ψευδους.
9 Θεε, ωδην νεαν θελω ψαλλει εις σε· εν ψαλτηριω δεκαχορδω θελω ψαλμωδει εις σε·
10 τον διδοντα σωτηριαν εις τους βασιλεις· τον λυτρονοντα Δαβιδ τον δουλον αυτου απο ρομφαιας πονηρας.
11 Λυτρωσον με και ελευθερωσον με απο χειρος των υιων του αλλοτριου, των οποιων το στομα λαλει ματαιοτητα, και η δεξια αυτων ειναι δεξια ψευδους·
12 δια να ηναι οι υιοι ημων ως νεοφυτα, αυξανοντες εις την νεοτητα αυτων· αι θυγατερες ημων ως ακρογωνιαιοι λιθοι τετορνευμενοι προς στολισμον παλατιου·
13 Αι αποθηκαι ημων πληρεις, ωστε να διδωσι παν ειδος τροφης· τα προβατα ημων πληθυνομενα εις χιλιαδας και μυριαδας εν τοις αγροις ημων·
14 οι βοες ημων πολυτοκοι· να μη υπαρχη μητε εφοδος εχθρων μητε εξορμησις, μηδε κραυγη εν ταις πλατειαις ημων.
15 Μακαριος ο λαος, οστις ευρισκεται εν τοιαυτη καταστασει μακαριος ο λαος, του οποιου ο Κυριος ειναι ο Θεος αυτου.
1 Palaimintas Viešpats, mano stiprybė, kuris moko mano rankas kariauti ir mano pirštus kovoti.
2 Jis yra mano gerumas, mano tvirtovė, mano aukštas bokštas, mano išlaisvintojas, mano skydas; Juo aš pasitikiu, Jis pavergia man tautas.
3 Viešpatie, kas yra žmogus, kad apie jį žinai, ir žmogaus sūnus, kad kreipi į jį savo dėmesį.
4 Žmogus panašus į vėjo dvelksmą; jo dienos kaip praslenkantis šešėlis.
5 Viešpatie, palenk dangų ir nuženk. Paliesk kalnus, ir jie ims rūkti.
6 Pasiųsk žaibus ir juos išsklaidyk, laidyk strėles ir sunaikink juos.
7 Ištiesk ranką iš aukštybės, ištrauk ir gelbėk mane iš didelio tvano, iš svetimšalių rankos.
8 Jų burna kalba tuštybę, jie melagingai priesaikai dešinę kelia.
9 Dieve, aš naują giesmę Tau giedosiu, psalteriu ir dešimčiastygiu jai pritarsiu.
10 Tu gelbsti karalius, Tu išlaisvinai Dovydą, savo tarną, nuo žiauraus kardo.
11 Ištrauk ir gelbėk mane iš svetimšalių rankos. Jų burna kalba tuštybę, jie dešinę melagingai priesaikai kelia.
12 Tegu mūsų sūnūs savo jaunystėje auga kaip vešlūs žolynai, o mūsų dukterys tebūna dailios tartum kolonos, išdrožinėtos puošniuose rūmuose.
13 Mūsų klėtys tebūna prikrautos visokių gėrybių. Kaimenės mūsų avių tegul tūkstančiais veda, pilnos ganyklos tegul prisipildo.
14 Tegu mūsų jaučiai būna stiprūs darbe, tenebūna jie pagrobti ar nuklydę, tegu mūsų gatvėse nesigirdi skundų.
15 Laiminga tauta, kuri taip gyvena; laiminga tauta, kurios Dievas yra Viešpats!