1 Πολλακις με επολεμησαν εκ νεοτητος μου, ας ειπη τωρα ο Ισραηλ·

2 Πολλακις με επολεμησαν εκ νεοτητος μου· αλλα δεν υπερισχυσαν εναντιον μου.

3 Οι γεωργοι ηροτριασαν επι των νωτων μου· εσυραν μακρα τα αυλακια αυτων.

4 Αλλα δικαιος ο Κυριος· κατεκοψε τα σχοινια των ασεβων.

5 Ας αισχυνθωσι και ας στραφωσιν εις τα οπισω παντες οι μισουντες την Σιων.

6 Ας γεινωσιν ως ο χορτος των δωματων, οστις πριν εκριζωθη ξηραινεται·

7 απο του οποιου δεν γεμιζει ο θεριστης την χειρα αυτου, ουδε ο δενων τα χειροβολα τον κολπον αυτου·

8 ωστε οι διαβαται δεν θελουσιν ειπει, Ευλογια Κυριου εφ' υμας· σας ευλογουμεν εν ονοματι Κυριου.

1 Jie vargino mane nuo pat jaunystės,­tesako Izraelis,­

2 jie vargino mane nuo pat jaunystės, tačiau nenugalėjo.

3 Artojai ant mano nugaros arė, išvarydami ilgas vagas.

4 Bet teisusis Viešpats nedorėlių pančius sutraukė.

5 Tesusigėsta ir pasitraukia visi, kurie nekenčia Siono.

6 Tebūna jie kaip stogo žolė, kuri, dar neužaugusi, nuvysta;

7 nesusirenka iš jos net sauja pjovėjui nei mažiausias pėdas rišėjui.

8 Praeiviai, eidami pro šalį, nesako jiems: "Tepalaimina tave Viešpats. Mes laiminame tave Viešpaties vardu".