1 Ακουσον, Θεε, της φωνης μου εν τη δεησει μου· απο του φοβου του εχθρου φυλαξον την ζωην μου.
2 Σκεπασον με απο συμβουλιου πονηρων, απο φρυαγματος εργαζομενων ανομιαν·
3 οιτινες ακονωσιν ως ρομφαιαν την γλωσσαν αυτων· ετοιμαζουσιν ως βελη λογους πικρους,
4 δια να τοξευωσι κρυφιως τον αμεμπτον· εξαιφνης τοξευουσιν αυτον και δεν φοβουνται.
5 Στερεουνται επι πονηρου πραγματος· μελετωσι να κρυπτωσι παγιδας, λεγοντες, Τις θελει ιδει αυτους;
6 Ανιχνευουσιν ανομιας· απεκαμον ανιχνευοντες επιμελως· εκαστου δε τα εντος και η καρδια ειναι βυθος.
7 Αλλ' ο Θεος θελει τοξευσει αυτους· απο αιφνιδιου βελους θελουσιν εισθαι αι πληγαι αυτων.
8 Και οι λογοι της γλωσσης αυτων θελουσι πεσει επ' αυτου· θελουσι φευγει παντες οι βλεποντες αυτους.
9 Και θελει φοβηθη πας ανθρωπος, και θελουσι διηγηθη το εργον του Θεου και εννοησει τας εργασιας αυτου.
10 Ο δικαιος θελει ευφρανθη εις τον Κυριον και θελει ελπιζει επ' αυτον· και θελουσι καυχασθαι παντες οι ευθεις την καρδιαν.
1 Dieve, išgirsk mano balsą, kai meldžiuosi! Nuo priešų baimės saugok mano gyvybę.
2 Paslėpk mane nuo piktadarių sąmokslo, nuo nedorėlių sukilimo.
3 Jie galanda savo liežuvį kaip kardą, taiko užnuodytą žodį kaip strėlę,
4 kad iš pasalų galėtų šauti į nekaltąjį. Jie šauna netikėtai ir nebijo.
5 Jie drąsina save, darydami pikta, slaptai spendžia pinkles, mąstydami: "Kas tai matys?"
6 Jie sumano nedorybes, viską gerai apmąstydami, jų vidus ir širdispaslaptinga gilybė.
7 Bet Dievas šaus į juos strėle, staiga juos sužeis.
8 Juos pražudys jų pačių liežuvis. Visi, kurie matys juos, šalinsis nuo jų.
9 Tada visi išsigąs ir skelbs, ką Dievas padarė, nes supras, kad tai Jo darbas.
10 Teisusis Viešpačiu džiaugsis ir pasitikės Juo, džiūgaus visi tiesiaširdžiai.