1 Καθως επιποθει η ελαφος τους ρυακας των υδατων, ουτως η ψυχη μου σε επιποθει, Θεε.

2 Διψα η ψυχη μου τον Θεον, τον Θεον τον ζωντα· ποτε θελω ελθει και θελω φανη ενωπιον του Θεου;

3 Τα δακρυα μου εγειναν τροφη μου ημεραν και νυκτα, οταν μοι λεγωσι καθ' ημεραν, Που ειναι ο Θεος σου;

4 Ταυτα ενεθυμηθην και εξεχεα την ψυχην μου εντος μου, οτι διεβαινον μετα του πληθους και περιεπατουν μετ' αυτου εως του οικου του Θεου, εν φωνη χαρας και αινεσεως, μετα πληθους εορταζοντος.

5 Δια τι εισαι περιλυπος, ψυχη μου; και δια τι ταραττεσαι εντος μου; ελπισον επι τον Θεον· επειδη ετι θελω υμνει αυτον· το προσωπον αυτου ειναι σωτηρια.

6 Θεε μου, η ψυχη μου ειναι περιλυπος εντος μου· δια τουτο θελω σε ενθυμεισθαι εκ γης Ιορδανου και Ερμωνειμ εκ του ορους Μισαρ.

7 Αβυσσος προσκαλει αβυσσον εις τον ηχον των καταρρακτων σου· παντα τα κυματα σου και αι τρικυμιαι σου διηλθον επ' εμε.

8 Εν τη ημερα θελει προσταξει ο Κυριος το ελεος αυτου· εν δε τη νυκτι θελει εισθαι μετ' εμου η ωδη αυτου, η προσευχη μου προς τον Θεον της ζωης μου.

9 Θελω ειπει προς τον Θεον, την πετραν μου, δια τι με ελησμονησας; δια τι περιπατω σκυθρωπος εκ της καταθλιψεως του εχθρου;

10 Οι εχθροι μου ονειδιζοντες με συντριβουσι τα οστα μου, λεγοντες μοι καθ' ημεραν, Που ειναι ο Θεος σου;

11 Δια τι εισαι περιλυπος, ψυχη μου; και δια τι ταραττεσαι εντος μου; ελπισον επι τον Θεον· επειδη ετι θελω υμνει αυτον· αυτος ειναι η σωτηρια του προσωπου μου και ο Θεος μου.

1 Kaip elnė geidžia upelio vandens, taip mano siela geidžia Tavęs, o Dieve!

2 Mano siela trokšta Dievo, gyvojo Dievo. Kada ateisiu ir pasirodysiu Dievo akivaizdoje?

3 Ašaros buvo man duona dieną ir naktį, kai jie kasdien man sakė: "Kur yra tavo Dievas?"

4 Kai prisimenu tai, išlieju savo sielą, nes traukdavau su minia į Dievo namus, džiūgaudamas ir dėkodamas iškilmingoje eisenoje.

5 Ko taip nusiminei, mano siela, ir ko nerimsti manyje? Lauk Dievo, nes aš dar girsiu Jį už Jo veido pagalbą!

6 Mano Dieve, mano siela liūdi manyje. Prisimenu Tave iš Jordano šalies ir Hermono, nuo Micaro kalno.

7 Gelmė šaukia gelmę, vandeniui triukšmingai krintant; Tavo bangos ir vilnys per mane liejas.

8 Dieną apreikš Viešpats savo malonę. Naktį giedosiu Jam, savo Dievui, kuris teikia man gyvybę.

9 Tarsiu Viešpačiui, savo uolai: "Kodėl pamiršai mane? Kodėl turiu vaikščioti nuliūdęs, spaudžiamas priešo?"

10 Kenčiu lyg kaulus laužant, priešai tyčiojasi iš manęs, kasdien klausdami: "Kur yra tavo Dievas?"

11 Ko taip nusiminei, mano siela, ir ko nerimsti manyje? Lauk Dievo, nes aš dar girsiu Jį, savo veido pagalbą ir savo Dievą.