1 Επι τον Κυριον πεποιθα· πως λεγετε εις την ψυχην μου, Φευγε εις το ορος σας, ως πτηνον;
2 Διοτι, ιδου, οι ασεβεις ενετειναν τοξον· ητοιμασαν τα βελη αυτων επι την χορδην, δια να τοξευσωσιν εν σκοτει τους ευθεις την καρδιαν.
3 Εαν τα θεμελια καταστραφωσιν, ο δικαιος τι δυναται να καμη;
4 Ο Κυριος ειναι εν τω ναω τω αγιω αυτου· ο Κυριος εν τω ουρανω εχει τον θρονον αυτου· οι οφθαλμοι αυτου βλεπουσι, τα βλεφαρα αυτου εξεταζουσι, τους υιους των ανθρωπων.
5 Ο Κυριος εξεταζει τον δικαιον· τον δε ασεβη και τον αγαπωντα την αδικιαν μισει η ψυχη αυτου.
6 Θελει βρεξει επι τους ασεβεις παγιδας· πυρ και θειον και ανεμοζαλη ειναι η μερις του ποτηριου αυτων.
7 Διοτι δικαιος ων ο Κυριος, αγαπα δικαιοσυνην· το προσωπον αυτου βλεπει ευθυτητα.
1 Viešpačiu aš pasitikiu. Kaip jūs sakote mano sielai: "Skrisk kaip paukštis į kalnus"?
2 Įtempia nedorėliai lanką, prie templės strėlę jau deda, kad tamsoje šaudytų į tiesiaširdžius.
3 Kai pamatai griaunami, ką gi begali teisusis?
4 Viešpats savo šventykloje; danguje stovi Viešpaties sostas. Jo akys stebi, žmonių vaikus jos tyrinėja.
5 Viešpats teisųjį tiria, o nedorėliu ir smurtininku Jis bjaurisi.
6 Jis lydins ant bedievių žarijomis, ugnimi ir siera, jų lemtis bus svilinanti vėtra.
7 Viešpats teisus ir Jam miela teisybė. Dorieji regės Jo veidą.