1 Ουτως ειπε Κυριος προς εμε· Υπαγε και αποκτησον εις σεαυτον ζωνην λινην και περιβαλε αυτην επι την οσφυν σου και εις υδωρ μη βαλης αυτην.

2 Απεκτησα λοιπον την ζωνην κατα τον λογον του Κυριου και περιεβαλον επι την οσφυν μου.

3 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε εκ δευτερου, λεγων,

4 Λαβε την ζωνην την οποιαν απεκτησας, την επι την οσφυν σου, και σηκωθεις υπαγε εις τον Ευφρατην και κρυψον αυτην εκει εν τη οπη του βραχου.

5 Υπηγα λοιπον και εκρυψα αυτην πλησιον του Ευφρατου, καθως προσεταξεν εις εμε ο Κυριος.

6 Και μετα πολλας ημερας ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθεις υπαγε εις τον Ευφρατην και λαβε εκειθεν την ζωνην, την οποιαν προσεταξα εις σε να κρυψης εκει.

7 Και υπηγα εις τον Ευφρατην και εσκαψα και ελαβον την ζωνην εκ του τοπου οπου εκρυψα αυτην· και ιδου, η ζωνη ητο εφθαρμενη, δεν ητο χρησιμος εις ουδεν.

8 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,

9 Ουτω λεγει Κυριος· κατα τουτον τον τροπον θελω φθειρει την υπερηφανιαν του Ιουδα και την μεγαλην υπερηφανιαν της Ιερουσαλημ.

10 Ο κακος ουτος λαος, οιτινες αρνουνται το να υπακουωσιν εις τους λογους μου, και περιπατουσιν εν ταις ορεξεσι της καρδιας αυτων και υπαγουσιν οπισω αλλων θεων, δια να λατρευωσιν αυτους και να προσκυνωσιν αυτους, θελει εισθαι εξαπαντος ως η ζωνη αυτη, ητις δεν ειναι χρησιμος εις ουδεν.

11 Διοτι καθως η ζωνη κολλαται εις την οσφυν του ανθρωπου, ουτως εκολλησα εις εμαυτον παντα τον οικον Ισραηλ και παντα τον οικον Ιουδα, λεγει Κυριος· δια να ηναι εις εμε λαος και ονομα και καυχημα και δοξα· αλλα δεν υπηκουσαν.

12 Δια τουτο θελεις λαλησει προς αυτους τον λογον τουτον· Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· πας ασκος θελει γεμισθη οινου· και αυτοι θελουσιν ειπει προς σε, Μηπως τωοντι δεν γνωριζομεν οτι πας ασκος θελει γεμισθη οινου;

13 Τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, θελω γεμισει παντας τους κατοικους της γης ταυτης και τους βασιλεις τους καθημενους επι τον θρονον του Δαβιδ και τους ιερεις και τους προφητας και παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ, απο μεθυσμου.

14 Και θελω συντριψει αυτους μετ' αλληλων, και τους πατερας και τους υιους ομου, λεγει Κυριος· δεν θελω σπλαγχνισθη ουδε φεισθη ουδε ελεησει, αλλα θελω εξολοθρευσει αυτους.

15 Ακουσατε και ακροασθητε· μη επαιρεσθε· διοτι ο Κυριος ελαλησε.

16 Δοτε δοξαν εις Κυριον τον Θεον υμων, πριν φερη σκοτος και πριν οι ποδες σας προσκοψωσιν επι τα σκοτεινα ορη, και ενω προσμενετε φως, μετατρεψη αυτο εις σκιαν θανατου και καταστηση αυτο πυκνον σκοτος.

17 Αλλ' εαν δεν ακουσητε τουτο, η ψυχη μου θελει κλαυσει κρυφιως δια την υπερηφανιαν υμων, και ο οφθαλμος μου θελει κλαυσει πικρα και καταρρευσει δακρυα, διοτι το ποιμνιον του Κυριου φερεται εις αιχμαλωσιαν.

18 Ειπατε προς τον βασιλεα και προς την βασιλισσαν, Ταπεινωθητε, καθησατε· διοτι θελει καταβιβασθη απο των κεφαλων υμων ο στεφανος της δοξης υμων.

19 Αι πολεις του νοτου θελουσι κλεισθη και δεν θελει εισθαι ο ανοιγων· ο Ιουδας απας θελει φερθη εις αιχμαλωσιαν, ολοκληρως θελει φερθη αιχμαλωτος.

20 Υψωσατε τους οφθαλμους υμων και θεωρησατε τους ερχομενους απο βορρα· που ειναι το ποιμνιον το δοθεν εις σε, τα ωραια σου προβατα;

21 Τι θελεις ειπει, οταν σε επισκεφθη; διοτι συ εδιδαξας αυτους να αρχωσιν επι σου ως ηγεμονες· δεν θελουσι σε συλλαβει πονοι, ως γυναικα τικτουσαν;

22 Και εαν ειπης εν τη καρδια σου, Δια τι συνεβησαν εις εμε ταυτα; δια το πληθος της ανομιας σου εσηκωθησαν τα κρασπεδα σου και εγυμνωθησαν αι πτερναι σου.

23 Δυναται ο Αιθιοψ να αλλαξη το δερμα αυτου η η παρδαλις τα ποικιλματα αυτης; τοτε δυνασθε και σεις να καμητε καλον, οι μαθοντες το κακον.

24 Δια τουτο θελω σκορπισει αυτους ως αχυρον φερομενον υπο ανεμου της ερημου.

25 Ουτος ειναι παρ' εμου ο κληρος σου, το μεριδιον το μεμετρημενον εις σε, λεγει Κυριος· διοτι με ελησμονησας και ηλπισας επι το ψευδος.

26 Δια τουτο και εγω θελω σηκωσει τα κρασπεδα σου επι το προσωπον σου, και θελει φανη η αισχυνη σου.

27 Ειδον τας μοιχειας σου και τους χρεμετισμους σου, την αισχροτητα της πορνειας σου, τα βδελυγματα σου επι τους λοφους, επι τας πεδιαδας. Ουαι εις σε, Ιερουσαλημ δεν θελεις καθαρισθη; μετα, ποτε ετι;

1 Viešpats tarė man: "Eik, nusipirk drobinį diržą ir juo susijuosk strėnas, bet nesušlapink jo".

2 Aš nusipirkau diržą, kaip Viešpats liepė, ir susijuosiau.

3 Viešpats man antrą kartą sakė:

4 "Imk diržą, kurį nusipirkai ir kuris yra ant tavo strėnų, nueik prie Eufrato ir ten jį paslėpk uolos plyšyje".

5 Aš nuėjau ir paslėpiau jį prie Eufrato, kaip Viešpats man liepė.

6 Praėjus daugeliui dienų, Viešpats man tarė: "Nueik prie Eufrato ir iš ten pasiimk diržą, kurį tau liepiau paslėpti".

7 Aš nuėjau prie Eufrato, iškasiau diržą iš tos vietos, kur jį buvau paslėpęs, ir radau jį supuvusį, niekam nebetinkamą.

8 Tada Viešpats man kalbėjo:

9 "Taip Aš supūdysiu Judo ir Jeruzalės puikybę.

10 Šita pikta tauta, kuri atsisako klausyti mano žodžių, vaikšto paskui savo širdies užgaidas ir seka svetimus dievus, jiems tarnauja ir juos garbina, taps kaip šitas diržas, kuris niekam nebetinka.

11 Kaip diržas prisiglaudžia prie vyro strėnų, taip Aš norėjau, kad Izraelis ir Judas prisiglaustų prie manęs,­sako Viešpats.­Kad jie būtų mano tauta, mano garbė ir pasididžiavimas ir mano vardu vadintųsi, bet jie neklausė.

12 Sakyk jiems šiuos žodžius: ‘Taip sako Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Kiekvienas ąsotis pripilamas vyno’. Jie tau sakys: ‘Argi mes nežinome, kad ąsotis skirtas supilti vynui?’

13 Tada jiems atsakyk: ‘Taip sako Viešpats: ‘Aš nugirdysiu visus šitos šalies gyventojus: karalius, kurie sėdi Dovydo soste, kunigus, pranašus ir visus Jeruzalės gyventojus.

14 Aš sudaužysiu juos vienas į kitą, tėvus kartu su vaikais,­sako Viešpats.­Aš jų nepasigailėsiu, neužjausiu, bet sunaikinsiu’ ".

15 Klausykitės ir supraskite, nebūkite išdidūs, nes Viešpats kalba!

16 Duokite Viešpačiui, savo Dievui, šlovę, kol nesutemo, prieš atsitrenkiant jūsų kojoms į tamsoje esančius kalnus! Jūs laukiate šviesos, bet Jis užleis tamsą, visišką tamsybę.

17 Jei jūs neklausysite, mano siela graudžiai verks dėl jūsų išdidumo ir mano akys ašaros, nes Viešpaties kaimenė vedama į nelaisvę.

18 Sakykite karaliui ir karalienei, kad jie nusižemintų ir sėstųsi žemai, nes nuo jų galvos nukris šlovės karūna.

19 Pietų krašto miestai bus užrakinti, ir nebus kas juos atidarytų; visas Judas bus išvestas į nelaisvę.

20 Pakelk savo akis ir žiūrėk, kaip jie ateina iš šiaurės! Kur yra tau patikėta kaimenė, tavo gražiosios avys?

21 Ką darysi, kai Jis tave aplankys? Tu pati pripratinai juos vadovauti tau? Argi nesuims tavęs skausmai kaip gimdyvės?

22 Jei sakysi savo širdy: "Kodėl man taip atsitiko?"­Dėl tavo nuodėmių daugybės tavo sijonas pakeltas, tavo kulnai apnuoginti.

23 Jei etiopas galėtų pakeisti savo odos spalvą ir leopardas savo kailio dėmes, tai ir jūs galėtumėte daryti gera, kurie esate įpratę daryti pikta.

24 "Aš išsklaidysiu jus kaip pelus, kuriuos dykumos vėjas išnešioja.

25 Tai yra tau kritęs burtas ir tavo dalis nuo manęs,­sako Viešpats,­kadangi pamiršai mane ir pasitikėjai melu,

26 tai Aš užversiu tavo sijoną tau ant veido, kad pasirodytų tavo gėda.

27 Aš mačiau tavo svetimavimus, gašlumą ir paleistuvystę. Vargas tau, Jeruzale. Ar ilgai dar neapsivalysi?"