1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν περι παντος του λαου του Ιουδα εν τω τεταρτω ετει του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως τον Ιουδα, το οποιον ητο το πρωτον ετος του Ναβουχοδονοσορ, βασιλεως της Βαβυλωνος·
2 τον οποιον Ιερεμιας ο προφητης ελαλησε προς παντα τον λαον του Ιουδα και προς παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ, λεγων,
3 Απο του δεκατου τριτου ετους του Ιωσιου· υιου του Αμων, βασιλεως του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης, ητις ειναι το εικοστον τριτον ετος, ο λογος του Κυριου εγεινε προς εμε και ελαλησα προς εσας, εγειρομενος πρωι και λαλων· και δεν ηκουσατε.
4 Και απεστειλε Κυριος προς εσας παντας τους δουλους αυτου τους προφητας, εγειρομενος πρωι και αποστελλων· και δεν ηκουσατε ουδε εκλινατε το ωτιον σας δια να ακροασθητε.
5 Οιτινες ειπον, Στραφητε τωρα εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και απο της κακιας των εργων σας, και κατοικησατε επι της γης, την οποιαν ο Κυριος εδωκεν εις εσας και εις τους πατερας σας εις τον αιωνα του αιωνος·
6 και μη πορευεσθε οπισω αλλων θεων, δια να λατρευητε και να προσκυνητε αυτους, και μη με παροργιζετε με τα εργα των χειρων σας και δεν θελω σας καμει κακον.
7 Αλλα δεν μου ηκουσατε, λεγει Κυριος· δια να με παροργισητε με τα εργα των χειρων σας προς κακον σας.
8 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Επειδη δεν ηκουσατε τους λογους μου,
9 ιδου, εγω θελω αποστειλει και λαβει πασας τας οικογενειας του βορρα, λεγει Κυριος, και τον Ναβουχοδονοσορ βασιλεα της Βαβυλωνος· τον δουλον μου, και θελω φερει αυτους επι την γην ταυτην και επι τους κατοικους αυτης και επι παντα ταυτα τα εθνη κυκλω, και θελω εξολοθρευσει αυτους και καταστησει αυτους εκπληξιν και ερημωσεις αιωνιους.
10 Και θελω αφαιρεσει απ' αυτων την φωνην της χαρας και την φωνην της ευφροσυνης, την φωνην του νυμφιου και την φωνην της νυμφης, τον ηχον των μυλοπετρων και το φως του λυχνου.
11 Και πασα αυτη η γη θελει εισθαι εις ερημωσιν και θαμβος, και τα εθνη ταυτα θελουσι δουλευσει τον βασιλεα της Βαβυλωνος εβδομηκοντα ετη.
12 Και οταν συμπληρωθωσι τα εβδομηκοντα ετη, θελω ανταποδωσει επι τον βασιλεα της Βαβυλωνος και επι το εθνος εκεινο, λεγει Κυριος, την ανομιαν αυτων, και επι την γην των Χαλδαιων, και θελω καταστησει αυτην ερημωσιν αιωνιον.
13 Και θελω φερει επι την γην εκεινην παντας τους λογους μου, τους οποιους ελαλησα κατ' αυτης, απαν το γεγραμμενον εν τω βιβλιω τουτω, το οποιον ο Ιερεμιας προεφητευσε κατα παντων των εθνων.
14 Διοτι εθνη πολλα και βασιλεις μεγαλοι θελουσι καταδουλωσει και αυτους· και θελω ανταποδωσει εις αυτους κατα τας πραξεις αυτων και κατα τα εργα των χειρων αυτων.
15 Διοτι ουτω λεγει προς εμε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, Λαβε το ποτηριον τουτο του οινου του θυμου μου εκ της χειρος μου και ποτισον εξ αυτου παντα τα εθνη, προς τα οποια εγω σε αποστελλω·
16 και θελουσι πιει και θελουσι ταραχθη και παραφρονησει εξ αιτιας της μαχαιρας, την οποιαν εγω θελω αποστειλει εν μεσω αυτων.
17 Τοτε ελαβον το ποτηριον εκ της χειρος του Κυριου και εποτισα παντα τα εθνη, προς τα οποια ο Κυριος με απεστειλε·
18 την Ιερουσαλημ και τας πολεις του Ιουδα και τους βασιλεις αυτου και τους μεγιστανας αυτου, δια να καταστησω αυτους ερημωσιν, θαμβος, συριγμον και καταραν, καθως την ημεραν ταυτην·
19 τον Φαραω βασιλεα της Αιγυπτου και τους δουλους αυτου και τους μεγιστανας αυτου και απαντα τον λαον αυτου,
20 και παντα τον συμμικτον λαον και παντας τους βασιλεις της γης Ουζ και παντας τους βασιλεις της γης των Φιλισταιων και την Ασκαλωνα και την Γαζαν και την Ακκαρων και το υπολοιπον της Αζωτου,
21 τον Εδωμ και τον Μωαβ και τους υιους Αμμων,
22 και παντας τους βασιλεις της Τυρου και παντας τους βασιλεις της Σιδωνος και τους βασιλεις των νησων των περαν της θαλασσης,
23 την Δαιδαν και την Θαιμα και την Βουζ και παντας τους περικειροντας την κομην·
24 και παντας τους βασιλεις της Αραβιας και παντας τους βασιλεις των συμμικτων λαων των κατοικουντων εν τη ερημω,
25 και παντας τους βασιλεις της Ζιμβρι και παντας τους βασιλεις της Ελαμ και παντας τους βασιλεις των Μηδων,
26 και παντας τους βασιλεις του βορρα τους μακραν και τους εγγυς, ενα μετα του αλλου, και παντα τα βασιλεια της οικουμενης, τα επι προσωπου της γης· και ο βασιλευς της Σησαχ θελει πιει μετ' αυτους.
27 Δια τουτο θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Πιετε και μεθυσατε και εμεσατε και πεσετε και μη σηκωθητε, εξ αιτιας της μαχαιρας, την οποιαν εγω θελω αποστειλει εν μεσω υμων.
28 Και εαν δεν θελησωσι να λαβωσι το ποτηριον εκ της χειρος σου δια να πιωσι, τοτε θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Εξαπαντος θελετε πιει.
29 Διοτι ιδου, ενω εγω επι την πολιν, επι της οποιας εκληθη το ονομα μου, αρχιζω να φερω κακον, σεις θελετε μεινει λοιπον ατιμωρητοι; δεν θελετε μεινει ατιμωρητοι, διοτι εγω θελω καλεσει μαχαιραν επι παντας τους κατοικους της γης, λεγει ο Κυριος των δυναμεων.
30 Δια τουτο, συ προφητευσον κατ' αυτων παντας τους λογους τουτους και ειπε προς αυτους, Ο Κυριος θελει βρυχησει εξ υψους και εκπεμψει την φωνην αυτου απο της κατοικιας της αγιοτητος αυτου· θελει βρυχησει δυνατα επι της κατοικιας αυτου· θελει βοησει ως οι ληνοπατουντες κατα παντων των κατοικων της γης.
31 Θορυβος θελει φθασει εως των περατων της γης· διοτι ο Κυριος εχει κρισιν μετα των εθνων· αυτος διαδικαζεται μετα πασης σαρκος· θελει παραδωσει τους ασεβεις εις μαχαιραν, λεγει Κυριος.
32 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Ιδου, κακον θελει εξελθει απο εθνους εις εθνος και ανεμοστροβιλος μεγας θελει εγερθη εκ των ακρων της γης.
33 Και εν εκεινη τη ημερα θελουσι κοιτεσθαι τεθανατωμενοι παρα Κυριου απ' ακρου της γης εως ακρου της γης· δεν θελουσι θρηνολογηθη ουδε συναχθη ουδε ταφη· θελουσιν εισθαι δια κοπριαν επι της επιφανειας της γης.
34 Ολολυξατε, ποιμενες, και αναβοησατε· και κυλισθητε εις το χωμα, οι εγκριτοι του ποιμνιου· διοτι επληρωθησαν αι ημεραι σας δια την σφαγην και δια τον σκορπισμον σας, και θελετε πεσει ως σκευος εκλεκτον.
35 Και θελει λειψει η φυγη απο των ποιμενων και η σωτηρια απο των εγκριτων του ποιμνιου.
36 Φωνη κραυγης των ποιμενων και ολολυγμος των εγκριτων του ποιμνιου· διοτι ο Κυριος ηφανισε την βοσκην αυτων.
37 Και αι ειρηνικαι κατοικιαι κατηδαφισθησαν εξ αιτιας της φλογερας οργης του Κυριου.
38 Κατελιπε το κατοικητηριον αυτου ως ο λεων, διοτι η γη αυτων κατεσταθη ερημος εξ αιτιας της αγριοτητος του καταδυναστευοντος και εξ αιτιας του θυμου της οργης αυτου.
1 Žodis Jeremijui apie visą Judo tautą ketvirtaisiais Jozijo sūnaus Jehojakimo, Judo karaliaus, viešpatavimo metais. Tai buvo pirmieji Babilono karaliaus Nebukadnecaro metai.
2 Pranašas Jeremijas kalbėjo visai Judo tautai ir visiems Jeruzalės gyventojams:
3 "Nuo tryliktųjų Amono sūnaus Jozijo, Judo karaliaus, metų iki šios dienos, dvidešimt trejus metus, Viešpats kalbėjo man, ir aš skelbiau tai jums, keldamasis anksti rytą, bet jūs neklausėte.
4 Viešpats siuntė pas jus savo tarnus, pranašus, bet jūs neklausėte ir nekreipėte dėmesio.
5 Jie sakė: ‘Palikite kiekvienas savo piktą kelią ir piktus darbus, tai liksite gyventi žemėje, kurią Viešpats davė jums ir jūsų tėvams amžinai.
6 Nesekiokite svetimų dievų, netarnaukite jiems ir negarbinkite jų, nerūstinkite manęs savo rankų darbais, ir Aš jūsų nebausiu’.
7 ‘Bet jūs neklausėte manęs,sako Viešpats,ir savo rankų darbais užrūstinote mane savo nenaudai.
8 Todėl taip sako kareivijų Viešpats: ‘Kadangi jūs neklausėte mano žodžių,
9 tai Aš surinksiu visas šiaurės tautas pas Babilono karalių Nebukadnecarą, mano tarną, ir jas atvesiu į šitą šalį prieš jus ir visų šitų aplinkinių tautų gyventojus; Aš sunaikinsiu juos ir padarysiu pasibaisėjimu, pašaipa ir amžina dykyne.
10 Aš atimsiu iš jūsų džiaugsmo ir linksmybės balsus, jaunikio ir jaunosios balsus, girnų ūžesį ir žibintų šviesą.
11 Visas kraštas pavirs baisia dykuma, ir šios tautos tarnaus Babilono karaliui septyniasdešimt metų.
12 Po septyniasdešimties metų Aš nubausiu Babilono karalių, jo tautą ir chaldėjų šalį už jų nedorybes ir ją paversiu amžina dykyne.
13 Aš įvykdysiu viską, ką kalbėjau, kas parašyta šitoje knygoje, ką Jeremijas pranašavo apie tautas.
14 Jie tarnaus galingoms tautoms ir jų karaliams. Aš jiems atlyginsiu pagal jų nusikaltimus’ ".
15 Viešpats, Izraelio Dievas, man įsakė: "Imk šitą rūstybės vyno taurę iš mano rankos ir girdyk juo visas tautas, pas kurias Aš tave siunčiu.
16 Jos gers, svyrinės ir bus pamišusios dėl kardo, kurį siųsiu jiems!"
17 Aš ėmiau taurę iš Viešpaties rankos ir girdžiau visas tautas, pas kurias Viešpats mane siuntė:
18 Jeruzalę, Judo miestus, jo karalius ir kunigaikščius, kad jie taptų apleisti, pašaipa ir keiksmu iki šios dienos.
19 Faraoną, Egipto karalių, jo tarnus, kunigaikščius, visą tautą
20 ir visus ten gyvenančius svetimtaučius; visus Uco šalies ir filistinų šalies karalius, Aškeloną, Gazą, Ekroną ir Ašdodo likutį;
21 Edomą, Moabą ir amonitus;
22 visus Tyro ir Sidono karalius, taip pat salų ir pajūrio karalius;
23 Dedaną, Temą, Būzą ir visus esančius tolimiausiuose pakraščiuose;
24 visus Arabijos karalius, kurie gyvena dykumoje;
25 visus Zimrio, Elamo ir medų karalius;
26 visus šiaurės karalius, artimuosius ir tolimuosius, vieną po kito, ir visas karalystes, kurios yra visoje žemėje. O Šešacho karalius gers paskutinis.
27 "Tu jiems sakyk: ‘Taip sako kareivijų Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Gerkite, pasigerkite ir vemkite! Kriskite nuo kardo, kurį siunčiu jums, ir nebeatsikelkite!’
28 Jei jie nesutiks imti taurės iš tavo rankos ir gerti, tai jiems sakyk: ‘Taip sako kareivijų Viešpats: ‘Jūs tikrai gersite!’
29 Mieste, kuris vadinamas mano vardu, Aš pradedu vykdyti bausmę, o jūs tikitės likti nenubausti? Jūs neliksite nenubausti, nes Aš pašauksiu kardą visiems žemės gyventojams’.
30 Pranašauk prieš juos visus šiuos žodžius: ‘Viešpats grūmoja iš aukštybės, iš Jo šventos buveinės skamba Jo balsas. Jis grūmoja savo kaimenei, šūkauja kaip vynuogių mynėjai.
31 Visus žemės pakraščius pasieks garsas, nes Viešpats teis visas tautas, visą žmoniją ir nedorėlius jis atiduos kardui’ ",sako Viešpats.
32 Taip sako kareivijų Viešpats: "Nelaimė eina iš tautos į tautą, didelė audra kyla nuo žemės pakraščių.
33 Viešpaties užmuštųjų tą dieną bus pilna žemė. Jų neapraudos, nesurinks ir nepalaidosjie bus mėšlas dirvai tręšti.
34 Kaimenės vedliai ir ganytojai, šaukite ir voliokitės pelenuose! Atėjo metas skersti ir išsklaidyti jus, jūs krisite kaip gražūs indai.
35 Kaimenės ganytojai ir vedliai neturės galimybės pabėgti nė išsigelbėti.
36 Štai ganytojų šauksmas ir kaimenės vedlių verksmas, nes Viešpats sunaikina jų ganyklą.
37 Sunaikintos yra ramios buveinės dėl Viešpaties rūstybės užsidegimo.
38 Jis paliko savo namus kaip liūtas, jų šalis virto dykyne dėl prispaudėjų žiaurumo, dėl Jo rūstybės užsidegimo".