1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου εν ταις ημεραις του Ιωακειμ υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, λεγων,
2 Υπαγε προς τον οικον των Ρηχαβιτων και λαλησον προς αυτους και φερε αυτους εις τον οικον του Κυριου, εις εν των δωματιων, και ποτισον αυτους οινον.
3 Τοτε ελαβον Ιααζανιαν, τον υιον του Ιερεμιου, υιου του Χαβασινια, και τους αδελφους αυτου και παντας τους υιους αυτου και παντα τον οικον των Ρηχαβιτων,
4 και εφερα αυτους προς τον οικον του Κυριου, εις το δωματιον των υιων του Αναν, υιου του Ιγδαλιου, ανθρωπου του Θεου, το οποιον ητο πλησιον του δωματιου των αρχοντων του επι του δωματιου του Μαασιου υιου του Σαλλουμ, του φυλακος της αυλης·
5 και εθεσα εμπροσθεν των υιων του οικου των Ρηχαβιτων αγγεια πληρη οινου και ποτηρια, και ειπα προς αυτους, Πιετε οινον.
6 Και ειπον, Δεν θελομεν πιει οινον· διοτι Ιωναδαβ, ο υιος του Ρηχαβ, ο πατηρ ημων, προσεταξεν εις ημας λεγων, Δεν θελετε πιει οινον, σεις και οι υιοι σας, εις τον αιωνα·
7 ουδε οικιαν θελετε οικοδομησει ουδε σπερμα θελετε σπειρει ουδε αμπελωνα θελετε φυτευσει ουδε θελετε εχει· αλλ' εν σκηναις θελετε κατοικει πασας τας ημερας σας, δια να ζησητε πολλας ημερας επι της γης, εν η παροικειτε.
8 Και υπηκουσαμεν εις την φωνην του Ιωναδαβ, υιου του Ρηχαβ, του πατρος ημων, κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας, να μη πιωμεν οινον πασας τας ημερας ημων, ημεις, αι γυναικες ημων, οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων·
9 μηδε να οικοδομησωμεν οικιας δια να κατοικωμεν· και δεν ειχομεν αμπελωνα η αγρον η σπερμα·
10 αλλα κατωκησαμεν εν σκηναις και υπηκουσαμεν και επραξαμεν κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας Ιωναδαβ ο πατηρ ημων·
11 οτε ομως Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος ανεβη εις τον τοπον, ειπομεν, Ελθετε και ας υπαγωμεν εις Ιερουσαλημ, εξ αιτιας του στρατευματος των Χαλδαιων και εξ αιτιας του στρατευματος των Συριων· και κατοικουμεν εν Ιερουσαλημ.
12 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, λεγων,
13 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Υπαγε και ειπε προς τους ανθρωπους του Ιουδα και προς τους κατοικους της Ιερουσαλημ, Δεν θελετε λαβει παιδειαν δια να ακουητε τους λογους μου; λεγει Κυριος.
14 Οι μεν λογοι του Ιωναδαβ, υιου του Ρηχαβ, οστις προσεταξεν εις τους υιους αυτου να μη πινωσιν οινον, εξετελεσθησαν· και εως της ημερας ταυτης δεν πινουσι, διοτι υπακουουσιν εις την προσταγην του πατρος αυτων· εγω δε ελαλησα προς εσας, εγειρομενος πρωι και λαλων, πλην δεν μου ηκουσατε.
15 Και απεστειλα προς εσας παντας τους δουλους μου τους προφητας, εγειρομενος πρωι και αποστελλων, λεγων, Επιστρεψατε ηδη εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και διορθωσατε τας πραξεις υμων και μη υπαγετε οπισω αλλων θεων δια να λατρευητε αυτους, και θελετε κατοικησει εν τη γη, την οποιαν εδωκα εις εσας και εις τους πατερας σας· αλλα δεν εκλινατε το ωτιον σας και δεν μου εισηκουσατε.
16 Επειδη οι υιοι του Ιωναδαβ υιου του Ρηχαβ εξετελεσαν την προσταγην του πατρος αυτων, την οποιαν προσεταξεν εις αυτους, ο δε λαος ουτος δεν μου εισηκουσε,
17 δια τουτο ουτω λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ιδου, θελω φερει επι τον Ιουδαν και επι παντας τους κατοικους της Ιερουσαλημ παντα τα κακα, τα οποια ελαλησα κατ' αυτων, διοτι ελαλησα προς αυτους και δεν ηκουσαν, και εκραξα προς αυτους και δεν απεκριθησαν.
18 Και ειπεν ο Ιερεμιας προς τον οικον των Ρηχαβιτων, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Επειδη υπηκουσατε εις την προσταγην Ιωναδαβ του πατρος σας και εφυλαξατε πασας τας εντολας αυτου και εκαμετε κατα παντα οσα προσεταξεν εις εσας,
19 δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· δεν θελει λειψει ανθρωπος απο του Ιωναδαβ υιου του Ρηχαβ παρισταμενος ενωπιον μου εις τον αιωνα.
1 Jehojakimo, Jozijo sūnaus, Judo karaliaus, dienomis Viešpats kalbėjo Jeremijui:
2 "Eik į rechabų namus ir kalbėk su jais, nuvesk juos į vieną Viešpaties namų kambarį ir duok jiems gerti vyno".
3 Aš atvedžiau Habacinijo sūnaus Jeremijo sūnų Jaazaniją, jo brolius, vaikus ir visą rechabų šeimą,
4 įvedžiau į Viešpaties namus, į Dievo vyro Igdalijo sūnaus Hanano sūnų kambarį, kuris buvo prie kunigaikščių kambario, virš Šalumo sūnaus Maasėjos patalpos.
5 Aš pastačiau priešais rechabus pilnus ąsočius vyno bei taures ir pasiūliau gerti vyną.
6 Jie atsakė: "Mes negersime vyno, nes mūsų tėvas Jehonadabas, Rechabo sūnus, mums įsakė: ‘Niekados negerkite vyno nei jūs, nei jūsų vaikai.
7 Nesistatykite namų, nesėkite, nesodinkite vynuogynų ir neturėkite jų, gyvenkite palapinėse per visas savo dienas, kad ilgai gyventumėte krašte, kuriame esate ateiviai’.
8 Mes laikomės Rechabo sūnaus, mūsų tėvo Jehonadabo, įsakymo. Visą gyvenimą nei mes, nei mūsų žmonos, nei sūnūs, nei dukterys negeriame vyno.
9 Mes nesistatome namų, neturime vynuogynų nei laukų sėjame;
10 gyvename palapinėse ir laikomės viso, ką mūsų tėvas Jehonadabas įsakė.
11 Bet kai Babilono karalius Nebukadnecaras puolė šitą kraštą, mes nutarėme pasitraukti nuo chaldėjų ir sirų kariuomenės į Jeruzalę. Taip ir gyvename Jeruzalėje".
12 Tada Viešpats tarė Jeremijui:
13 "Eik ir sakyk Jeruzalės žmonėms ir Judo gyventojams: ‘Ar neklausysite ir nepasimokysite iš mano žodžių?
14 Jehonadabas, Rechabo sūnus, įsakė savo sūnums negerti vyno. Jie laikosi to iki šios dienos, negeria vyno ir vykdo savo tėvo įsakymą. Aš nuolat kalbėjau jums, bet jūs neklausėte manęs.
15 Aš siunčiau savo pranašus, sakydamas: ‘Atsisakykite piktų savo kelių ir pasitaisykite savo elgesiu, nesekite svetimų dievų ir netarnaukite jiems, tai jūs ilgai gyvensite krašte, kurį daviau jums ir jūsų tėvams’. Bet jūs nekreipėte dėmesio ir neklausėte manęs.
16 Rechabo sūnaus Jehonadabo sūnūs laikosi savo tėvo įsakymo, bet mano tauta neklauso manęs.
17 Todėl Aš užleisiu ant Judo ir Jeruzalės gyventojų paskelbtą nelaimę, nes Aš kalbėjau jiems, bet jie neklausė, Aš šaukiau, bet jie neatsakė,sako Viešpats’ ".
18 Jeremijas sakė rechabams: "Taip sako kareivijų Viešpats: ‘Kadangi jūs Jehonadabo, savo tėvo, įsakymą vykdote,
19 tai Jehonadabui, Rechabo sūnui, niekada nepristigs vyro, stovinčio mano akivaizdoje,sako kareivijų Viešpats, Izraelio Dievas’ ".