1 Ειθε να ητο η κεφαλη μου υδατα και οι οφθαλμοι μου πηγη δακρυων, δια να κλαιω ημεραν και νυκτα τους πεφονευμενους της θυγατρος του λαου μου.

2 Ειθε να ειχον εν τη ερημω καταλυμα οδοιπορων, δια να εγκαταλειψω τον λαον μου και να απελθω απ' αυτων· διοτι παντες ειναι μοιχοι, αθροισμα απιστων.

3 Ενετειναν και την γλωσσαν αυτων ως τοξον ψευδους· και ισχυσαν επι της γης, ουχι υπερ της αληθειας· διοτι προχωρουσιν απο κακιας εις κακιαν και εμε δεν γνωριζουσι, λεγει Κυριος.

4 Φυλαττεσθε εκαστος απο του πλησιον αυτου και επ' ουδενα αδελφον μη πεποιθατε· διοτι πας αδελφος θελει παντοτε υποσκελιζει και πας πλησιον θελει περιπατει εν δολιοτητι.

5 Και θελουσιν απατα εκαστος τον πλησιον αυτου και δεν θελουσι λαλει την αληθειαν· εδιδαξαν την γλωσσαν αυτων να λαλη ψευδη, αποκαμνουσι πραττοντες ανομιαν.

6 Η κατοικια σου ειναι εν μεσω δολιοτητος· εν τη δολιοτητι αρνουνται να με γνωρισωσι, λεγει Κυριος.

7 Δια τουτο ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Ιδου, θελω βαλει αυτους εν χωνευτηριω και θελω δοκιμασει αυτους· διοτι πως θελω καμει ενεκεν της θυγατρος του λαου μου;

8 Η γλωσσα αυτων ειναι βελος εξακοντιζομενον· λαλει δολια· εκαστος λαλει ειρηνικα δια του στοματος αυτου προς τον πλησιον αυτου, πλην εν τη καρδια αυτου στηνει ενεδραν κατ' αυτου.

9 Δεν θελω επισκεφθη αυτους δια ταυτα; λεγει Κυριος· η ψυχη μου δεν θελει εκδικηθη εναντιον εθνους, τοιουτου;

10 Δια τα ορη θελω αναλαβει κλαυθμον και θρηνον και δια τας βοσκας της ερημου οδυρμον, διοτι ηφανισθησαν, ωστε δεν υπαρχει ανθρωπος διαβαινων, ουδε ακουεται φωνη ποιμνιου· απο του πτηνου του ουρανου εως του κτηνους, εφυγον, απηλθον.

11 Και θελω καταστησει την Ιερουσαλημ εις σωρους, κατοικιαν θωων· και τας πολεις του Ιουδα θελω καμει ερημωσιν, ωστε να μη υπαρχη ο κατοικων.

12 Τις ειναι ο ανθρωπος ο σοφος, οστις δυναται να εννοηση τουτο; και προς τον οποιον ελαλησε το στομα του Κυριου, δια να αναγγειλη αυτο, δια τι η γη εχαθη, ηφανισθη ως ερημος, ωστε να μη υπαρχη ο διαβαινων;

13 Και ειπε Κυριος, διοτι εγκατελιπον τον νομον μου, τον οποιον εθεσα εμπροσθεν αυτων και δεν υπηκουσαν εις την φωνην μου και δεν περιεπατησαν εν αυτω·

14 αλλα περιεπατησαν οπισω της ορεξεως της καρδιας αυτων και οπισω των Βααλειμ, τα οποια οι πατερες αυτων εδιδαξαν αυτους·

15 δια τουτο, ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ιδου, εγω θελω θρεψει αυτους, τον λαον τουτον· με αψινθιον και υδωρ χολης θελω ποτισει αυτους·

16 και θελω διασκορπισει αυτους εν τοις εθνεσι, τα οποια αυτοι και οι πατερες αυτων δεν εγνωρισαν· και θελω αποστειλει την μαχαιραν οπισω αυτων, εωσου αναλωσω αυτους.

17 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Συλλογισθητε και καλεσατε τας θρηνουσας να ελθωσι· και αποστειλατε δια τας σοφας να ελθωσι·

18 και ας σπευσωσι και ας αναλαβωσιν οδυρμον περι ημων και ας καταβιβασωσιν οι οφθαλμοι ημων δακρυα και τα βλεφαρα ημων ας ρευσωσιν υδατα.

19 Διοτι φωνη θρηνου ηκουσθη απο Σιων, Πως απωλεσθημεν· κατησχυνθημεν σφοδρα, διοτι εγκατελιπομεν την γην, διοτι αι κατοικιαι ημων εξερριψαν ημας.

20 Ακουσατε λοιπον, γυναικες, τον λογον του Κυριου, και ας δεχθη το ωτιον σας τον λογον του στοματος αυτου, και διδαξατε τας θυγατερας σας οδυρμον και εκαστη την πλησιον αυτης θρηνον.

21 Διοτι θανατος ανεβη δια των θυριδων ημων, εισηλθεν εις τα παλατια ημων, δια να εκκοψη τα νηπια απο των οδων τους νεους απο των πλατειων.

22 Ειπε, Ουτω λεγει Κυριος· Και τα πτωματα των ανθρωπων θελουσι ριφθη ως κοπρια επι προσωπον αγρου και ως δραγμα οπισω θεριστου, και δεν θελει υπαρχει ο συναγων.

23 Ουτω λεγει Κυριος· Ας μη καυχαται ο σοφος εις την σοφιαν αυτου, και ας μη καυχαται ο δυνατος εις την δυναμιν αυτου, ας μη καυχαται ο πλουσιος εις τον πλουτον αυτου·

24 αλλ' ο καυχωμενος ας καυχαται εις τουτο, οτι εννοει και γνωριζει εμε, οτι εγω ειμαι ο Κυριος, ο ποιων ελεος, κρισιν και δικαιοσυνην επι της γης· επειδη εις ταυτα ευαρεστουμαι, λεγει Κυριος.

25 Ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω καμει επισκεψιν επι παντας τους περιτετμημενους μετα των απεριτμητων·

26 επι την Αιγυπτον και επι τον Ιουδαν και επι τον Εδωμ και επι τους υιους Αμμων και επι τον Μωαβ και επι παντας τους περικειροντας την κομην, τους κατοικουντας εν τη ερημω· διοτι παντα τα εθνη ειναι απεριτμητα και πας ο οικος Ισραηλ απεριτμητος την καρδιαν.

1 O kad mano galva būtų vandens šaltinis, ir akys ašarų versmė, kad dieną ir naktį galėčiau apraudoti savo tautos užmuštuosius!

2 Jei dykumoje turėčiau pastogę, palikčiau savo tautą ir eičiau ten! Nes jie visi svetimauja­neištikimųjų gauja.

3 "Jie sulenkia savo liežuvį melui kaip lanką. Jie nepakyla už tiesą žemėje. Jie eina iš pikto į piktą, o manęs nepažįsta",­sako Viešpats.

4 "Saugokitės artimo, nepasitikėkite broliu, nes brolis elgiasi klastingai, o artimas skleidžia šmeižtus.

5 Vienas apgauna kitą, jie nekalba tiesos. Jie išmokė savo liežuvius kalbėti melą, elgiasi suktai, kol pavargsta.

6 Tu gyveni apsuptas apgaulių. Dėl savo apgaulių jie atsisako pažinti mane",­sako Viešpats.

7 Todėl taip sako kareivijų Viešpats: "Aš juos išlydysiu ir mėginsiu, nes kaip kitaip galėčiau pasielgti su tokia tauta?

8 Jų liežuvis yra mirtina strėlė, jų žodžiai­klasta. Jie taikiai kalba su savo artimu, bet savo širdyje spendžia jam žabangus.

9 Ar dėl to neturėčiau jų bausti?­ sako Viešpats,­ar šitokiai tautai neturėčiau atkeršyti?"

10 Dėl kalnų verksiu ir dejuosiu, dėl ganyklų raudosiu, nes jos sunaikintos; niekas nebekeliauja per juos, nebesigirdi ir galvijų balso. Net padangių paukščiai ir žvėrys pasitraukė.

11 Aš padarysiu Jeruzalę akmenų krūva, šakalų lindyne ir Judo miestus paversiu negyvenama dykuma.

12 Kas yra toks išmintingas, kad tai suprastų? Kam Viešpats kalbėjo, kad jis tai paskelbtų, kodėl šalis sunaikinta lyg dykuma, kad niekas nebekeliauja per ją?

13 Viešpats tarė: "Kadangi jie atmetė mano įstatymą, kurį jiems daviau, nepakluso mano balsui ir nesielgė pagal jį,

14 bet sekė savo širdies užgaidas ir Baalą, kaip jų tėvai juos mokė,

15 todėl Aš juos valgydinsiu metėlėmis, girdysiu karčiu vandeniu

16 ir išsklaidysiu tarp tautų, kurių nepažino nei jie, nei jų tėvai. Iš paskos pasiųsiu kardą, kol juos visai sunaikinsiu".

17 Taip sako kareivijų Viešpats: "Pašaukite raudotojų, kad jos ateitų,

18 kad jos atskubėtų ir giedotų raudą apie mus ir mes susigraudinę verktume".

19 Rauda girdėti iš Siono: "Mes sunaikinti, visai sugėdinti! Mes turime palikti gimtinę, mūsų gyvenvietės sunaikintos".

20 Klausykitės jūs, moterys, Viešpaties žodžio ir priimkite Jo pamokymą. Mokykite savo dukteris raudoti ir kaimynes apverkti.

21 Mirtis įėjo pro langus, įsilaužė į mūsų namus. Ji žudo vaikus gatvėse, jaunuolius aikštėse.

22 Taip sako Viešpats: "Žmonių lavonai bus išmėtyti kaip mėšlas laukuose, kaip pėdai užpakalyje pjovėjo. Ir niekas jų nesurinks".

23 Taip sako Viešpats: "Išmintingasis tenesigiria savo išmintimi, stiprusis­savo stiprybe, o turtingasis­savo turtais.

24 Kas nori girtis, tegul giriasi, kad supranta ir pažįsta mane, kad Aš­Viešpats, kuris vykdau malonę, teismą ir teisingumą žemėje, nes tai man patinka,­sako Viešpats".

25 "Ateis diena, kai Aš bausiu visus apipjaustytuosius ir neapipjaustytuosius:

26 Egiptą, Judą, Edomą, Amoną, Moabą ir visus, gyvenančius dykumoje. Nes visos tautos yra neapipjaustytos ir Izraelis yra neapipjaustytas širdyje",­sako Viešpats.