1 Ουτω λεγει Κυριος· Υπαγε και αποκτησον λαγηνον πηλινην κεραμεως, και φερε τινας εκ των πρεσβυτερων του λαου και εκ των πρεσβυτερων των ιερεων·
2 και εξελθε εις την φαραγγα του υιου Εννομ, την πλησιον της εισοδου της ανατολικης πυλης, και διακηρυξον εκει τους λογους, τους οποιους θελω λαλησει προς σε.
3 Και ειπε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου, βασιλεις Ιουδα και κατοικοι της Ιερουσαλημ. Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ιδου, θελω φερει επι τον τοπον τουτον κακα, τα οποια παντος ακουοντος θελουσιν ηχησει τα ωτα αυτου.
4 Διοτι εγκατελιπον εμε και εβεβηλωσαν τον τοπον τουτον και εθυμιασαν εν αυτω εις αλλους θεους, τους οποιους δεν εγνωρισαν, αυτοι και οι πατερες αυτων και οι βασιλεις Ιουδα, και εγεμισαν τον τοπον τουτον απο αιματος αθωων.
5 Και ωκοδομησαν τους υψηλους τοπους του Βααλ, δια να καιωσι τους υιους αυτων εν πυρι, ολοκαυτωματα προς τον Βααλ· το οποιον δεν προσεταξα ουδε ελαλησα ουδε ανεβη επι την καρδιαν μου.
6 Δια τουτο, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και ο τοπος ουτος δεν θελει καλεισθαι πλεον Τοφεθ ουδε Φαραγξ του υιου Εννομ, αλλ' Η φαραγξ της σφαγης.
7 Και θελω ματαιωσει την βουλην του Ιουδα και της Ιερουσαλημ εν τω τοπω τουτω· και θελω καμει αυτους να πεσωσι δια μαχαιρας εμπροσθεν των εχθρων αυτων και δια των χειρων των ζητουντων την ζωην αυτων· τα δε πτωματα αυτων θελω δωσει βρωσιν εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια της γης.
8 Και θελω καταστησει την πολιν ταυτην ερημωσιν και συριγμον· πας ο διαβαινων δι' αυτης θελει μενει εκθαμβος και θελει συριξει δια πασας τας πληγας αυτης.
9 και θελω καμει αυτους να φαγωσι την σαρκα των υιων αυτων και την σαρκα των θυγατερων αυτων, και θελουσι φαγει εκαστος την σαρκα του φιλου αυτου εν τη πολιορκια και στενοχωρια, με την οποιαν οι εχθροι αυτων και οι ζητουντες την ζωην αυτων θελουσι στενοχωρησει αυτους.
10 Τοτε θελεις συντριψει την λαγηνον εμπροσθεν των ανδρων των εξελθοντων μετα σου·
11 και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων. Ουτω θελω συντριψει τον λαον τουτον και την πολιν ταυτην, καθως συντριβει τις το αγγειον του κεραμεως, το οποιον δεν δυναται να διορθωθη πλεον· και θελουσι θαπτει αυτους εν Τοφεθ, εωσου να μη υπαρχη τοπος εις ταφην.
12 Ουτω θελω καμει εις τον τοπον τουτον, λεγει Κυριος, και εις τους κατοικους αυτου, και θελω καμει την πολιν ταυτην ως την Τοφεθ·
13 και οι οικοι της Ιερουσαλημ και οι οικοι των βασιλεων του Ιουδα θελουσι μιανθη, καθως ο τοπος της Τοφεθ· μετα πασων των οικιων, επι των δωματων των οποιων εθυμιασαν προς απασαν την στρατιαν του ουρανου και εκαμαν σπονδας εις αλλους θεους.
14 Τοτε ηλθεν ο Ιερεμιας εκ της Τοφεθ, οπου ο Κυριος απεστειλεν αυτον δια να προφητευση· και σταθεις εν τη αυλη του οικου του Κυριου ειπε προς παντα τον λαον,
15 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ· Ιδου, θελω φερει επι την πολιν ταυτην και επι πασας τας κωμας αυτης παντα τα κακα οσα ελαλησα κατ' αυτης· διοτι εσκληρυναν τον τραχηλον αυτων, ωστε να μη ακουσωσι τους λογους μου.
1 Viešpats sako: "Eik, nusipirk iš puodžiaus molinį ąsotį ir paimk su savimi kelis vyresniuosius kunigus ir kelis tautos vyresniuosius.
2 Nuėjęs į Ben Hinomo slėnį, kuris yra prie Šukių vartų, skelbk žodžius, kuriuos tau kalbėsiu,
3 ir sakyk: ‘Klausykitės Viešpaties žodžio, Judo karaliai ir Jeruzalės gyventojai! Taip sako kareivijų Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Aš užleisiu ant šitos vietos tokią nelaimę, kad kiekvienam, kuris išgirs apie ją, suspengs ausyse.
4 Jie paliko mane ir sutepė šitą vietą, smilkė joje kitiems dievams, kurių nepažino nei jie, nei jų tėvai, nei Judo karaliai. Jie pripildė šitą vietą nekalto kraujo.
5 Jie statė Baalui aukurus, ant kurių degino savo vaikus kaip aukas Baalui; to Aš neįsakiau ir tai man niekada neatėjo į galvą.
6 Todėl ateis diena, kai šita vieta nesivadins Tofetu ar Ben Hinomo slėniu, bet žudynių slėniu.
7 Aš nieku paversiu Judo ir Jeruzalės išmintį, jie kris nuo kardo priešų akivaizdoje ir nuo rankos tų, kurie siekia jų gyvybės. Aš atiduosiu jų lavonus padangių paukščiams ir laukiniams žvėrims.
8 Aš padarysiu šitą miestą dykuma ir pajuoka: kiekvienas, praeinantis pro jį, baisėsis jo nelaimėmis.
9 Jie valgys kūnus savo vaikų ir vienas kito, kai priešai juos apguls ir prispaus tie, kurie siekia jų gyvybės’.
10 Sudaužyk ąsotį su tavimi atėjusių vyrų akivaizdoje
11 ir jiems sakyk: ‘Taip sako kareivijų Viešpats: ‘Aš sudaužysiu šitą tautą ir miestą lygiai taip, kaip sudaužomas puodžiaus indas, ir jo nebegalima sulipdyti. Jie laidos Tofete, kol nebeliks jame vietos.
12 Aš padarysiu su šita vieta ir su jos gyventojais taip, kad šitas miestas bus panašus į Tofetą.
13 Jeruzalės ir Judo karalių namai bus suteršti kaip Tofeto vieta, nes ant stogų jie smilkė dangaus kareivijai ir aukojo geriamąsiais aukas svetimiems dievams’ ".
14 Jeremijas, sugrįžęs iš Tofeto, kur Viešpats jį buvo siuntęs pranašauti, atsistojo Viešpaties namų kieme ir kalbėjo visai tautai:
15 "Taip sako kareivijų Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Aš užleisiu ant šito miesto ir ant visų jo miestų nelaimę, kurią paskelbiau, nes jie yra kietasprandžiai ir neklauso mano žodžio’ ".