1 Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, αφου Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εξαπεστειλεν αυτον απο Ραμα, οτε ειχε λαβει αυτον δεδεμενον με χειροδεσμα μεταξυ παντων των μετοικισθεντων απο Ιερουσαλημ και Ιουδα, οιτινες εφεροντο αιχμαλωτοι εις την Βαβυλωνα.
2 Και επιασεν ο αρχισωματοφυλαξ τον Ιερεμιαν και ειπε προς αυτον, Κυριος ο Θεος σου ελαλησε τα κακα ταυτα επι τον τοπον τουτον.
3 Και επεφερεν αυτα ο Κυριος και εκαμε καθως ειπεν· επειδη ημαρτησατε εις τον Κυριον και δεν υπηκουσατε εις την φωνην αυτου, δια τουτο εγεινεν εις εσας το πραγμα τουτο.
4 Και τωρα ιδου, σε ελυσα σημερον εκ των χειροδεσμων των επι των χειρων σου· εαν φαινηται εις σε καλον να ελθης μετ' εμου εις την Βαβυλωνα, ελθε, και εγω θελω σε περιποιηθη· αλλ' εαν φαινηται εις σε κακον να ελθης μετ' εμου εις την Βαβυλωνα, μεινον· ιδου, πας ο τοπος ειναι εμπροσθεν σου· οπου σοι φαινεται καλον και αρεστον να υπαγης, εκει υπαγε.
5 Και επειδη δεν εστρεφετο, Επιστρεψον λοιπον, ειπε, προς τον Γεδαλιαν, υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν, τον οποιον ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησεν επι τας πολεις του Ιουδα, και κατοικησον μετ' αυτου μεταξυ του λαου· η υπαγε οπου σοι φαινεται αρεστον να υπαγης. Και εδωκεν εις αυτον ο αρχισωματοφυλαξ ζωοτροφιας και δωρα και εξαπεστειλεν αυτον.
6 Και υπηγεν ο Ιερεμιας προς Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ εις Μισπα και κατωκησε μετ' αυτου μεταξυ του λαου του εναπολειφθεντος εν τη γη.
7 Ακουσαντες δε παντες οι αρχηγοι των στρατευματων των εν τω αγρω, αυτοι και οι ανδρες αυτων, οτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησε Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ επι την γην και ετι ενεπιστευθη εις αυτον ανδρας και γυναικας και παιδια και εκ των πτωχων της γης, εκ των μη μετοικισθεντων εις την Βαβυλωνα,
8 ηλθον προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα και Ισμαηλ ο υιος του Νεθανιου και Ιωαναν και Ιωναθαν οι υιοι του Καρηα και Σεραιας ο υιος του Τανουμεθ και οι υιοι του Ιωφη του Νετωφαθιτου και Ιεζανιας υιος Μααχαθιτου τινος, αυτοι και οι ανδρες αυτων.
9 Και ωμοσε προς αυτους Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ υιου του Σαφαν και προς τους ανδρας αυτων, λεγων, Μη φοβεισθε να ησθε δουλοι των Χαλδαιων· κατοικησατε εν τη γη και δουλευετε εις τον βασιλεα της Βαβυλωνος και θελει εισθαι καλον εις εσας.
10 Εγω δε, ιδου, θελω κατοικησει εν Μισπα, δια να παρισταμαι ενωπιον των Χαλδαιων, οιτινες θελουσιν ελθει προς ημας· και σεις συναξατε οινον και οπωρικα και ελαιον και βαλετε αυτα εις τα αγγεια σας και κατοικησατε εν ταις πολεσιν υμων, τας οποιας κρατειτε.
11 Παρομοιως παντες οι Ιουδαιοι οι εν Μωαβ και οι μεταξυ των υιων Αμμων και οι εν Εδωμ και οι εν πασι τοις τοποις, οτε ηκουσαν οτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος αφηκεν υπολοιπον εις τον Ιουδαν και οτι κατεστησεν επ' αυτους Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν,
12 τοτε επεστρεψαν παντες οι Ιουδαιοι εκ παντων των τοπων οπου ησαν διεσπαρμενοι και ηλθον εις την γην του Ιουδα, προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα, και εσυναξαν οινον και οπωρικα πολλα σφοδρα.
13 Ο δε Ιωαναν ο υιος του Καρηα και παντες οι αρχηγοι των στρατευματων των εν τω αγρω ηλθον προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα,
14 και ειπον προς αυτον, Εξευρεις τωοντι οτι ο Βααλεις ο βασιλευς των υιων Αμμων απεστειλε τον Ισμαηλ τον υιον του Νεθανιου δια να σε φονευση; Αλλ' ο Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ δεν επιστευσεν εις αυτους.
15 Τοτε Ιωαναν ο υιος του Καρηα ελαλησε κρυφιως προς τον Γεδαλιαν εν Μισπα, λεγων, Ας υπαγω τωρα και ας παταξω τον Ισμαηλ τον υιον του Νεθανιου και ουδεις θελει μαθει αυτο· δια τι να σε φονευση και ουτω παντες οι Ιουδαιοι, οι συνηγμενοι περι σε, να διασκορπισθωσι και το υπολοιπον του Ιουδα να απολεσθη;
16 Αλλ' ο Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ ειπε προς Ιωαναν τον υιον του Καρηα, Μη καμης το πραγμα τουτο, διοτι ψευδη λεγεις περι του Ισμαηλ.
1 Viešpats kalbėjo Jeremijui, kai Nebuzaradanas, sargybos viršininkas, paleido jį Ramoje. Tas jį išlaisvino iš grandinių, nes Jeremijas buvo vedamas drauge su kitais iš Jeruzalės į Babiloną.
2 Sargybos viršininkas įsakė pašaukti Jeremiją ir tarė jam: "Viešpats, tavo Dievas, paskelbė apie ateinančią nelaimę šitai vietai.
3 Dabar Viešpats padarė taip, kaip buvo kalbėjęs, nes jūs nusikaltote Viešpačiui, neklausydami Jo.
4 Taigi šiandien aš nuimu grandines nuo tavo rankų. Jei tu nori eiti drauge su manimi į Babiloną, eik, ir aš tavimi pasirūpinsiu. O jei tu nenori eiti į Babiloną, neik! Visas kraštas yra tau prieš akis. Eik ten, kur tau patinka.
5 Eik pas Gedoliją, Šafano sūnaus Ahikamo sūnų, kurį Babilono karalius paskyrė Judo valdytoju, gyvenk ten arba pasirink kitą vietą". Sargybos viršininkas davė jam maisto bei dovanų ir paleido jį.
6 Jeremijas nuėjo pas Goedoliją, Ahikamo sūnų, į Micpą ir gyveno tarp žmonių, kurie buvo likę krašte.
7 Kai išlikę Judo karo vadai ir jų žmonės išgirdo, jog Babilono karalius paskyrė krašto valdytoju Gedoliją, Ahikamo sūnų, ir pavedė jam likusius krašte beturčius, vyrus, moteris ir vaikus, neištremtus į Babiloną,
8 atėjo pas Gedoliją į Micpą Izmaelis, Netanijo sūnus, Johananas ir Jehonatanas, Kareacho sūnūs, Seraja, Tanhumeto sūnus, sūnūs Efajo iš Netofos ir Jezanijas, maako sūnus, su savo žmonėmis.
9 Gedolijas, sūnus Ahikamo, sūnaus Šafano, su priesaika sakė jiems: "Nebijokite chaldėjų, likite krašte, tarnaukite Babilono karaliui ir jums bus gerai.
10 Aš lieku Micpoje ir tarnausiu chaldėjams, kurie čia atvyks. O jūs rinkite vynuogynų, sodų ir alyvmedžių vaisius, kaupkite jų atsargas ir gyvenkite tuose miestuose, kuriuos pasirinkote".
11 Visi žydai, kurie buvo Moabe, Edome ir kituose kraštuose, išgirdę, kad Babilono karalius paliko krašte likutį ir Gedoliją, Šafano sūnaus Ahikamo sūnų, paskyrė krašto valdytoju,
12 sugrįžo iš visų vietovių, kuriose jie buvo išblaškyti, į Judo kraštą pas Gedoliją į Micpą. Jie surinko labai daug vynuogių ir sodų vaisių.
13 Johananas, Kareacho sūnus, ir kiti karo vadai, kurie buvo krašte, atėjo pas Gedoliją į Micpą.
14 Jie jam sakė: "Ar žinai, kad Baalis, amonitų karalius, atsiuntė Izmaelį, Netanijo sūnų, tavęs nužudyti?" Bet Gedolijas, Ahikamo sūnus, jais netikėjo.
15 Johananas, Kareacho sūnus, slaptai pasisiūlė Gedolijui Micpoje: "Leisk man eiti ir nužudyti Izmaelį, Netanijo sūnų. Niekas apie tai nesužinos. Kodėl jis turėtų nužudyti tave? Tuomet Judo žmonės, kurie yra čia susirinkę, būtų išblaškyti ir Judo likutis pražūtų".
16 Gedolijas, Ahikamo sūnus, atsakė Johananui, Kareacho sūnui: "Nedaryk taip, nes netiesą sakai apie Izmaelį".