1 Υιοι Βενιαμιν, φυγετε μετα σπουδης εκ μεσου της Ιερουσαλημ και ηχησατε σαλπιγγα εν Θεκουε και υψωσατε σημειον εκ πυρος εν Βαιθ-ακκερεμ· διοτι κακον προκυπτει απο βορρα και συντριμμος μεγας.
2 Παρωμοιασα την θυγατερα της Σιων με χαριεσσαν και τρυφεραν γυναικα.
3 Οι ποιμενες και τα ποιμνια αυτων θελουσιν ελθει εις αυτην· θελουσι στησει σκηνας κυκλω εναντιον αυτης· θελουσι ποιμαινει εκαστος εν τω τοπω αυτου.
4 Ετοιμασατε πολεμον κατ' αυτης· σηκωθητε και ας αναβωμεν εν μεσημβρια. Ουαι εις ημας, διοτι κλινει η ημερα, διοτι εκτεινονται αι σκιαι της εσπερας.
5 Σηκωθητε και ας αναβωμεν δια νυκτος και ας καταστρεψωμεν τα παλατια αυτης.
6 Διοτι ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· Κατακοψατε δενδρα και υψωσατε περιχαρακωματα εναντιον της Ιερουσαλημ. Αυτη ειναι η πολις, εφ' ην πρεπει να γεινη επισκεψις· ειναι ολη καταδυναστεια εν μεσω αυτης.
7 Καθως η πηγη αναβρυει τα υδατα αυτης, ουτως αυτη αναβρυει την κακιαν αυτης· βια και αρπαγη ακουονται εν αυτη· ενωπιον μου ακαταπαυστως ειναι πονος και πληγαι.
8 Σωφρονισθητι, Ιερουσαλημ, μηποτε αποσυρθη η ψυχη μου απο σου· μηποτε σε καταστησω ερημον, γην ακατοικητον.
9 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων· θελουσι σταφυλολογησει ολοτελως ως αμπελον τα υπολοιπα του Ισραηλ· επιστρεψον την χειρα σου ως ο τρυγητης εις τα καλαθια.
10 Προς τινα θελω λαλησει και διαμαρτυρηθη, δια να ακουσωσιν; ιδου, το ωτιον αυτων ειναι απεριτμητον και δεν δυνανται να ακουσωσιν· ιδου, ο λογος του Κυριου ειναι προς αυτους ονειδος· δεν ηδυνονται εις αυτον.
11 Δια τουτο ειμαι πληρης απο θυμου του Κυριου· απεκαμον κρατων εμαυτον· θελω εκχεει αυτον επι τα νηπια εξωθεν και επι την συναξιν των νεων ομου· διοτι και ο ανηρ θελει πιασθη μετα της γυναικος και ο ηλικιωμενος μετα του πληρους ημερων.
12 Και αι οικιαι αυτων θελουσι περασει εις αλλους, οι αγροι και αι γυναικες ομου, διοτι θελω εκτεινει την χειρα μου επι τους κατοικους της γης, λεγει Κυριος.
13 Διοτι απο μικρου αυτων εως μεγαλου αυτων πας τις εδοθη εις την πλεονεξιαν· και απο προφητου εως ιερεως πας τις πραττει ψευδος.
14 Και ιατρευσαν το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου επιπολαιως, λεγοντες, Ειρηνη, ειρηνη· και δεν υπαρχει ειρηνη.
15 Μηπως ησχυνθησαν, οτε επραξαν βδελυγμα; μαλιστα παντελως δεν ησχυνθησαν ουδε ηρυθριασαν· δια τουτο θελουσι πεσει μεταξυ των πιπτοντων· οταν επισκεφθω αυτους, θελουσιν απολεσθη, ειπε Κυριος.
16 Ουτω λεγει Κυριος· Στητε επι τας οδους και ιδετε και ερωτησατε περι των αιωνιων τριβων, που ειναι η αγαθη οδος, και περιπατειτε εν αυτη, και θελετε ευρει αναπαυσιν εις τας ψυχας σας. Αλλ' αυτοι ειπον, δεν θελομεν περιπατησει εν αυτη.
17 Και κατεστησα σκοπους εφ' υμας, λεγων, Ακουσατε τον ηχον της σαλπιγγος. Αλλ' ειπον, δεν θελομεν ακουσει.
18 Δια τουτο ακουσατε, εθνη, και συ, συναγωγη, γνωρισον τι ειναι μεταξυ αυτων.
19 Ακουε, γη· ιδου, εγω θελω φερει κακον επι τον λαον τουτον, τον καρπον των διαλογισμων αυτων, διοτι δεν επροσεξαν εις τους λογους μου και εις τον νομον μου, αλλ' απερριψαν αυτον.
20 Τι προς εμε ο φερομενος λιβανος απο Σεβα και το απο γης μακρας ευωδες κινναμωμον; τα ολοκαυτωματα σας δεν ειναι δεκτα ουδε αι θυσιαι σας ευαρεστοι εις εμε.
21 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος· Ιδου, εγω θελω βαλει προσκομματα εμπροσθεν του λαου τουτου και οι πατερες και οι υιοι ομου θελουσι προσκοψει επ' αυτα, ο γειτων και ο φιλος αυτου θελουσιν απολεσθη.
22 Ουτω λεγει ο Κυριος· Ιδου, λαος ερχεται απο της γης του βορρα, και εθνος μεγα θελει εγερθη απο των ακρων της γης.
23 Τοξον και λογχην θελουσι κρατει· ειναι σκληροι και ανιλεοι· φωνη αυτων εκει ως θαλασσα, και επιβαινουσιν επι ιππους, παρατεταγμενοι ως ανδρες εις πολεμον εναντιον σου, θυγατηρ της Σιων.
24 Ηκουσαμεν την φημην αυτων· αι χειρες ημων παρελυθησαν· στενοχωρια κατελαβεν ημας, ωδινες ως τικτουσης.
25 Μη εξελθητε εις τον αγρον και εν οδω μη περιπατειτε· διοτι η ρομφαια του εχθρου ειναι τρομος πανταχοθεν.
26 Θυγατηρ του λαου μου, περιζωσθητι σακκον και κυλισθητι εις στακτην· πενθος μονογενους καμε εις σεαυτην· θρηνησον πικρως· διοτι ο εξολοθρευτης θελει ελθει εξαιφνης εφ' ημας.
27 Σε εθεσα σκοπιαν, φρουριον μεταξυ του λαου μου, δια να γνωρισης και να εξερευνησης την οδον αυτων.
28 Παντες ειναι ολως απειθεις, περιπατουσι κακολογουντες· ειναι χαλκος και σιδηρος· παντες ειναι διεφθαρμενοι.
29 Το φυσητηριον εκαυθη· ο μολυβδος κατηναλωθη υπο του πυρος· ο χωνευτης διαλυει εις ματην· διοτι οι κακοι δεν εχωρισθησαν.
30 Αργυριον αποδεδοκιμασμενον θελουσιν ονομασει αυτους, διοτι ο Κυριος απεδοκιμασεν αυτους.
1 Bėkite, benjaminai, iš Jeruzalės; Tekojoje pūskite trimitą ir Bet Kereme uždekite ugnį kaip ženklą, nes nelaimė ir sunaikinimas ateina iš šiaurės.
2 Siono duktė panaši į gražią ir lepią moteriškę.
3 Piemenys su bandomis ateis prieš ją. Jie pasistatys aplink ją palapines, kiekvienas nuganys savo dalį.
4 Pradėkim prieš ją kovą! Kelkitės ir pradėkim kovą vidudienį! Vargas mums, nes baigiasi diena ir ilgėja vakaro šešėliai!
5 Kelkitės ir pulkime nakčia, sunaikinkime jos rūmus!
6 Taip sako kareivijų Viešpats: "Kirskite medžius ir supilkite prieš Jeruzalę pylimą! Ji yra baudžiamas miestas, nes vien tik priespauda jame.
7 Kaip iš šaltinio trykšta vanduo, taip iš jo trykšta nedorybės. Smurtas ir sunaikinimas jame, skriauda ir žaizdos nuolat mano akivaizdoje.
8 Leiskis pamokoma, Jeruzale, kad kartais Aš neatsitraukčiau nuo tavęs ir nepaversčiau tavęs dykyne, negyvenama šalimi!"
9 Taip sako kareivijų Viešpats: "Jie nurinks Izraelio likutį kaip vynmedį, dar kartą ranka perbrauks šakeles kaip vynuogių skynėjas!"
10 Kam turiu kalbėti ir ką įspėti, kad jie klausytų? Jų ausys neapipjaustytos, jos negali išgirsti. Viešpaties žodis jiems tapo pajuoka, jie jo nemėgsta.
11 Aš esu pilnas Viešpaties rūstybės, nebeįstengiu susilaikyti. Išliesiu ją ant vaikų gatvėje ir ant susirinkusių jaunuolių! Vyras ir žmona bus sugauti, pagyvenęs ir senas.
12 "Jų namai, laukai ir žmonos atiteks kitiems, nes Aš ištiesiu savo ranką prieš šalies gyventojus", sako Viešpats.
13 "Jie visi, nuo mažiausio iki didžiausio, pasidavė godumui, nuo pranašo iki kunigo jie visi elgiasi klastingai.
14 Jie gydo mano tautos žaizdas tik paviršutiniškai, sakydami: ‘Taika! Taika!’ Tačiau taikos nėra.
15 Jie turėtų gėdytis, nes elgėsi bjauriai, tačiau nei jie gėdijasi, nei parausta. Todėl jie kris tarp krintančių, sukniubs, kai juos aplankysiu",sako Viešpats.
16 Taip sako Viešpats: "Eikite į kelius ir ieškokite senovinių takų; suradę gerą kelią, juo eikite. Taip rasite atilsį savo sieloms. Bet jie atsakė: ‘Neisime!’
17 Aš pastačiau jiems sargų, sakydamas: ‘Klausykite trimito garso’. Bet jie atsakė: ‘Nesiklausysime!’
18 Todėl klausykite, tautos, ir supraskite, kas tarp jų vyksta.
19 Klausyk, žeme! Aš užleisiu nelaimę šitai tautai kaip jų minčių vaisių, nes jie neklausė mano žodžių ir mano įstatymo, bet jį atmetė.
20 Kam man smilkalai, nešami iš Šebos, ir kvepianti nendrė iš tolimos šalies? Jūsų deginamosios aukos man nepatinka ir jūsų kraujo aukos man nemielos".
21 Todėl taip sako Viešpats: "Štai Aš dedu šitai tautai ant kelio atsitrenkimo akmenų. Tėvai ir vaikai suklups ant jų, kaimynas ir draugas kartu pražus".
22 Taip sako Viešpats: "Ateina tauta iš šiaurės, didelė tauta kyla nuo žemės pakraščių.
23 Jie lankais ir ietimis ginkluoti, žiaurūs ir negailestingi. Jų triukšmas kaip ūžianti jūra. Jie joja ant žirgų, kiekvienas pasirengęs kovai prieš tave, Sione!"
24 Kai tik išgirdome pranešimą, nusviro mūsų rankos, baimė ir skausmai apėmė mus.
25 Neikite į laukus ir nevaikščiokite keliu, nes priešo kardas kelia baimę aplinkui!
26 Mano tautos dukterie, apsivilk ašutine ir voliokis pelenuose. Gedėk kaip vienintelio sūnaus, graudžiai raudok; staiga ateis naikintojas ant mūsų!
27 Aš pastačiau tave bokštu ir tvirtove tarp mano žmonių, kad pažintum ir ištirtum jų kelius.
28 Jie visi kietasprandžiai ir šmeižikai, jie visi kaip varis ir geležis, visi sugedę.
29 Dumplės sugedo, ugnis išlydė šviną, bet veltui dirbo liejėjas nedorėliai neatsiskyrė nuo jų.
30 Jie bus vadinami atmestu sidabru, nes Viešpats atmetė juos.