1 Ο Κυριος εδειξεν εις εμε και ιδου, δυο καλαθοι συκων κειμενοι εμπροσθεν του ναου του Κυριου, αφου ηχμαλωτισε Ναβουχοδονοσορ ο βασιλευς της Βαβυλωνος Ιεχονιαν τον υιον του Ιωακειμ, βασιλεα του Ιουδα, και τους αρχοντας του Ιουδα και τους ξυλουργους και τους χαλκεις εξ Ιερουσαλημ και εφερεν αυτους εις την Βαβυλωνα.
2 Ο καλαθος ο εις ειχε συκα καλλιστα, ως τα συκα τα πρωιμα· ο δε καλαθος αλλος συκα κακιστα, τα οποια δια την αχρειοτητα δεν ετρωγοντο.
3 Και ειπε Κυριος προς εμε, Τι βλεπεις, Ιερεμια; Και ειπα, Συκα· τα συκα τα καλα ειναι καλλιστα, τα δε κακα κακιστα, ωστε δια την αχρειοτητα δεν τρωγονται.
4 Παλιν εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,
5 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ· Καθως τα καλα ταυτα συκα, ουτω θελω επιμεληθη τους αιχμαλωτισθεντας εκ του Ιουδα, τους οποιους εξαπεστειλα εκ του τοπου τουτου εις την γην των Χαλδαιων δια καλον.
6 Διοτι θελω επιστηριξει τους οφθαλμους μου επ' αυτους δια καλον, και θελω αποκαταστησει αυτους εν τη γη ταυτη και οικοδομησει αυτους και δεν θελω κατακρηνισει, και θελω φυτευσει αυτους και εν θελω εκριζωσει.
7 Και θελω δωσει εις αυτους καρδιαν δια να με γνωρισωσιν, οτι εγω ειμαι ο Κυριος· και θελουσιν εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος αυτων· διοτι θελουσιν επιτρεψει εις εμε εξ ολης καρδιας αυτων.
8 Και καθως τα συκα τα κακα, τα οποια δια την αχρειοτητα δεν τρωγονται, ουτω βεβαιως λεγει Κυριος, Ουτω θελω παραδωσει Σεδεκιαν τον βασιλεα του Ιουδα και τους μεγιστανας αυτου και το υπολοιπον της Ιερουσαλημ, το εναπολειφθεν εν τη γη ταυτη, και τους κατοικουντας εν τη γη της Αιγυπτου·
9 και θελω παραδωσει αυτους εις διασποραν εις παντα τα βασιλεια της γης προς κακον, εις ονειδος και εις παροιμιαν, εις λοιδοριαν και εις καταραν, εν πασι τοις τοποις οπου θελω διωξει αυτους.
10 Και θελω αποστειλει προς αυτους την μαχαιραν, την πειναν και τον λοιμον, εωσου αφανισθωσιν επανωθεν απο της γης, την οποιαν εδωκα εις αυτους και εις τους πατερας αυτων.
1 Viešpats man parodė dvi figų pintines, padėtas prie Viešpaties šventyklos. Tai buvo po to, kai Babilono karalius Nebukadnecaras ištrėmė iš Jeruzalės į Babiloną Jehojakimo sūnų Jechoniją, Judo karalių, bei Judo kunigaikščius, kalvius ir amatininkus.
2 Vienoje pintinėje buvo labai gerų, ankstyvųjų figų, o kitoje pintinėjelabai blogų figų, kurių nebegalima valgyti.
3 Viešpats klausė manęs: "Ką matai, Jeremijau?" Aš atsakiau: "Figų. Gerosios figos labai geros, o blogosios tokios blogos, kad jų nebegalima valgyti".
4 Tada Viešpats man kalbėjo:
5 "Taip sako Viešpats, Izraelio Dievas: ‘Kokios šitos gerosios figos, tokie man bus Judo tremtiniai, kuriuos pasiunčiau iš šitos vietos į chaldėjų šalį.
6 Aš palankiai žiūrėsiu į juos ir parvesiu juos atgal į šitą šalį, juos atstatysiu ir nebegriausiu, juos įsodinsiu ir neišrausiu.
7 Aš duosiu jiems širdis, kurios pažintų mane, kad Aš esu Viešpats. Jie bus mano tauta, o Aš jiems būsiu jų Dievas, nes jie grįš prie manęs visa širdimi.
8 Aš padarysiu su Judo karaliumi Zedekiju ir Jeruzalės gyventojais, pasilikusiais šitoje šalyje ir apsigyvenusiais Egipto krašte, kaip su blogosiomis figomis, kurių negalima valgyti.
9 Aš juos padarysiu baidykle visoms žemės karalystėms, gėda ir patarle, pašaipa ir keiksmažodžiu visose vietose, kur juos išvysiu.
10 Aš siųsiu jiems kardą, badą ir marą, kol jie bus išnaikinti krašte, kurį daviau jiems ir jų tėvams".