1 Ο λογος ο γενομενος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,

2 Ουτως ειπε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Γραψον εις σεαυτον εν βιβλιω παντας τους λογους, τους οποιους ελαλησα προς σε·

3 διοτι, ιδου, ερχονται ημεραι, λεγει Κυριος, και θελω επιστρεψει την αιχμαλωσιαν του λαου μου Ισραηλ και Ιουδα, λεγει Κυριος· και θελω επιστρεψει αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκα εις τους πατερας αυτων, και θελουσι κυριευσει αυτην.

4 Και ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησε Κυριος περι του Ισραηλ και περι του Ιουδα.

5 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Ηκουσαμεν φωνην τρομεραν, φοβον και ουχι ειρηνην.

6 Ερωτησατε τωρα και ιδετε, εαν αρσεν τικτη· δια τι βλεπω εκαστον ανδρα με τας χειρας αυτου επι την οσφυν αυτου, ως τικτουσαν, και παντα τα προσωπα εστραφησαν εις ωχριασιν;

7 Ουαι· διοτι μεγαλη ειναι η ημερα εκεινη· ομοια αυτης δεν υπηρξε και ειναι καιρος της στενοχωριας του Ιακωβ· πλην θελει σωθη εξ αυτης.

8 Και εν τη ημερα εκεινη, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, θελω συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου και θελω διασπασει τα δεσμα σου και ξενοι δεν θελουσι πλεον καταδουλωσει αυτον·

9 αλλα θελουσι δουλευει Κυριον τον Θεον αυτων και Δαβιδ τον βασιλεα αυτων, τον οποιον θελω αναστησει εις αυτους.

10 Συ δε μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, λεγει Κυριος· μηδε δειλιασης, Ισραηλ· διοτι, ιδου, θελω σε σωσει απο του μακρυνου τοπου και το σπερμα σου απο της γης της αιχμαλωσιας αυτων· και ο Ιακωβ θελει επιστρεψει και θελει ησυχασει και αναπαυθη και δεν θελει υπαρχει ο εκφοβων.

11 Διοτι εγω ειμαι μετα σου, λεγει Κυριος, δια να σε σωσω· και αν καμω συντελειαν παντων των εθνων οπου σε διεσκορπισα, εις σε ομως δεν θελω καμει συντελειαν, αλλα θελω σε παιδευσει εν κρισει και δεν θελω ολως σε αθωωσει.

12 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· Το συντριμμα σου ειναι ανιατον, η πληγη σου αλγεινη.

13 δεν υπαρχει ο κρινων την κρισιν σου, ωστε να ανορθωθης· δεν υπαρχουσι δια σε φαρμακα θεραπευτικα.

14 Παντες οι αγαπητοι σου σε ελησμονησαν· δεν σε ζητουσι· διοτι σε επληγωσα εν πληγη εχθρου, εν τιμωρια σκληρα, εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου· αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν.

15 Τι βοας δια το συντριμμα σου; ο πονος σου ειναι ανιατος εξ αιτιας του πληθους των ανομιων σου· αι αμαρτιαι σου επληθυνθησαν· δια τουτο εκαμον ταυτα εις σε.

16 Δια τουτο παντες οι κατατρωγοντες σε θελουσι καταφαγωθη· και παντες οι εναντιοι σου, παντες ομου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν· και οι λαφυραγωγουντες σε θελουσι γεινει λαφυρον και παντας τους διαρπαζοντας σε θελω δωσει εις διαρπαγην.

17 Διοτι θελω αποκαταστησει την υγιειαν εις σε και θελω σε ιατρευσει απο των πληγων σου, λεγει Κυριος· διοτι αυτοι σε ωνομασαν Απερριμμενην, λεγοντες, Αυτη ειναι η Σιων· δεν υπαρχει ο ζητων αυτην.

18 Ουτω λεγει Κυριος. Ιδου, εγω θελω επιστρεψει απο της αιχμαλωσιας τας σκηνας του Ιακωβ και θελω οικτειρει τας κατοικιας αυτου· και η πολις θελει οικοδομηθη επι των ερειπιων αυτης, και ο ναος θελει αποκατασταθη κατα την διαταξιν αυτου.

19 Και εξ αυτων θελει εξερχεσθαι ευχαριστια και φωνη αγαλλομενων· και θελω πολλαπλασιασει αυτους και δεν θελουσιν ολιγοστευσει· και θελω δοξασει αυτους και δεν θελουσι σμικρυνθη.

20 Και τα τεκνα αυτων θελουσιν εισθαι ως το προτερον, και η συναγωγη αυτων θελει στερεωθη ενωπιον μου, και θελω τιμωρησει παντας τους καταθλιβοντας αυτους.

21 Και ο αρχων αυτων θελει εισθαι εξ αυτων και ο εξουσιαστης αυτων θελει εξερχεσθαι εκ μεσου αυτων· και θελω καμει αυτον να πλησιαζη και θελει πλησιαζει εις εμε· διοτι τις ειναι ουτος, οστις εγγυαται την καρδιαν αυτου δια να πλησιαζη προς εμε; λεγει Κυριος.

22 Και θελετε εισθαι λαος μου και εγω θελω εισθαι Θεος υμων.

23 Ιδου, ανεμοστροβιλος παρα Κυριου εξηλθε με ορμην, ανεμοστροβιλος αφανιζων· θελει εξορμησει επι την κεφαλην των ασεβων.

24 Ο φλογερος θυμος του Κυριου δεν θελει επιστρεψει, εωσου εκτελεση και εωσου εκπληρωση τας βουλας της καρδιας αυτου· εν ταις εσχαταις ημεραις θελετε νοησει τουτο.

1 Viešpats, Izraelio Dievas, kalbėjo Jeremijui:

2 "Užrašyk į knygą visus žodžius, kuriuos tau kalbėjau.

3 Ateina dienos, kai Aš sugrąžinsiu savo tautą, Izraelį ir Judą, iš nelaisvės. Aš juos parvesiu į šalį, kurią daviau jų tėvams, ir jie ją paveldės".

4 Šitie yra Viešpaties žodžiai apie Izraelį ir Judą.

5 Viešpats sako: "Mes girdėjome išgąsčio ir baimės šūksnius, o ne taikos.

6 Klausykite ir apsvarstykite, ar vyras gali gimdyti? Kodėl matau vyrus, kurių rankos ant strėnų kaip gimdančios moters? Kodėl kiekvieno veidas išblyškęs?

7 Ateina didinga ir baisi diena Jokūbui, jai nėra lygios, tačiau jis bus išgelbėtas.

8 Tuomet Aš nuimsiu jungą nuo jo kaklo, sulaužysiu jį bei sutraukysiu pančius; jis nebevergaus svetimiems.

9 Jie tarnaus Viešpačiui, savo Dievui, ir karaliui Dovydui, kurį Aš jiems išugdysiu.

10 Nebijok, mano tarne Jokūbai, ir neišsigąsk, Izraeli! Aš išgelbėsiu tave ir tavo palikuonis iš tolimo krašto. Jokūbas sugrįš ir ramiai gyvens, bus saugus, ir niekas jo negąsdins.

11 Nes Aš esu su tavimi,­sako Viešpats,­kad išgelbėčiau tave. Aš padarysiu galą visoms tautoms, į kurias tave ištrėmiau, bet tavęs visai nesunaikinsiu. Tave nuplaksiu ir nepaliksiu tavęs nenubausto".

12 Nes taip sako Viešpats: "Tu esi baisiai sužeistas, tavo žaizda nepagydoma.

13 Nėra kas rūpintųsi tavimi ir aprištų tavo žaizdas, tu neturi jokių vaistų.

14 Tavo meilužės pamiršo tave, nesiteirauja apie tave. Aš baudžiau tave kaip priešą dėl tavo nusikaltimų daugybės, dėl tavo nuodėmių gausos.

15 Ko šauki iš skausmo, dėl nepagydomų žaizdų? Už tavo daugybę nusikaltimų Aš tave nubaudžiau.

16 Visi, kurie ėdė tave, bus ėdami, visi tavo prispaudėjai eis į nelaisvę. Kas tave apiplėšė, bus apiplėštas, kurie grobė iš tavęs, tuos atiduosiu kaip grobį.

17 Aš atstatysiu tavo sveikatą, išgydysiu tavo žaizdas. Atstumtuoju vadino tave, sakydami: ‘Tai Sionas, kuriuo niekas nesirūpina’ ".

18 Taip sako Viešpats: "Aš atstatysiu Jokūbo palapines ir pasigailėsiu jo gyvenviečių. Miestas bus atstatytas ant savo kalvos, ir rūmai stovės įprastoje vietoje.

19 Iš jų skambės padėkos giesmės ir linksmas klegesys. Aš juos padauginsiu, jų nebebus keletas. Aš pašlovinsiu juos, jie nebebus niekinami.

20 Jų vaikai bus kaip ankstesniais laikais, jų bendruomenė įsitvirtins mano akivaizdoje, ir Aš nubausiu visus jų prispaudėjus.

21 Jų kilmingieji bus iš jų pačių, ir kunigaikštis kils iš jų tarpo. Aš patrauksiu jį, ir jis ateis pas mane. Kas gi pats išdrįstų ateiti pas mane?­sako Viešpats.­

22 Tada jūs būsite mano tauta, o Aš būsiu jūsų Dievas".

23 Štai Viešpaties audra kyla, rūstybės sūkurys atūžia ant nedorėlių galvos!

24 Viešpaties rūstybė nenusigręš, kol Jis įvykdys, ką savo širdyje sumanė. Paskutinėmis dienomis jūs tai suprasite.