1 Λεγουσιν, Εαν τις αποβαλη την γυναικα αυτου και αναχωρηση απο αυτου και γεινη αλλου ανδρος, θελει επιστρεψει παλιν εκεινος προς αυτην; η γη εκεινη δεν θελει ολως μιανθη; συ επορνευσας μεν μετα πολλων εραστων· επιστρεψον δε παλιν προς εμε, λεγει Κυριος.

2 Σηκωσον τους οφθαλμους σου προς τους υψηλους τοπους, και ιδε που δεν εσελγησας. Εν ταις οδοις εκαθησας δι' αυτους, ως ο Αραψ εν τη ερημω, και εμιανας την γην με τας πορνειας σου και με την κακιαν σου.

3 Δια τουτο εκρατηθησαν αι βροχαι, και δεν εγεινε βροχη οψιμος· και συ ειχες το μετωπον της πορνης, απεβαλες πασαν εντροπην.

4 Δεν θελεις κραζει απο του νυν προς εμε, Πατερ μου, συ εισαι ο οδηγος της νεοτητος μου;

5 Θελει διατηρει την οργην αυτου διαπαντος; θελει φυλαττει αυτην εως τελους; ιδου, ελαλησας και επραξας τα κακα, οσον ηδυνηθης.

6 Ο Κυριος ειπεν ετι προς εμε εν ταις ημεραις Ιωσιου του βασιλεως, Ειδες εκεινα, τα οποια Ισραηλ η αποστατις επραξεν; υπηγεν επι παν υψηλον ορος και υποκατω παντος πρασινου δενδρου και επορνευσεν εκει.

7 Και αφου επραξε παντα ταυτα, ειπα, Επιστρεψον προς εμε· και δεν επεστρεψε. Και ειδε τουτο Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη.

8 Και ειδον οτι ενω επειδη Ισραηλ η αποστατις εμοιχευσεν εγω απεπεμψα αυτην και εδωκα εις αυτην το γραμμα του διαζυγιου αυτης, Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν εφοβηθη αλλ' υπηγε και επορνευσε και αυτη.

9 Και με την διαφημισιν της πορνειας αυτης εμιανε τον τοπον και εμοιχευσε μετα των λιθων και μετα των ξυλων.

10 Και εν πασι τουτοις Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν επεστρεψε προς εμε εξ ολης της καρδιας αυτης αλλα ψευδως, λεγει Κυριος.

11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ισραηλ η αποστατις εδικαιωσεν εαυτην περισσοτερον παρα Ιουδας η απιστος.

12 Υπαγε και διακηρυξον τους λογους τουτους προς τον βορραν και ειπε, Επιστρεψον, Ισραηλ η αποστατις, λεγει Κυριος, και δεν θελω καμει να πεση η οργη μου εφ' υμας· διοτι ελεημων ειμαι, λεγει Κυριος· δεν θελω φυλαττει την οργην διαπαντος.

13 Μονον γνωρισον την ανομιαν σου, οτι ημαρτησας εις Κυριον τον Θεον σου, και διηρεσας τας οδους σου εις τους ξενους υποκατω παντος πρασινου δενδρου, και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου, λεγει Κυριος.

14 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, λεγει Κυριος, αν και εγω σας απεστραφην· και θελω σας λαβει ενα εκ πολεως και δυο εκ συγγενειας και θελω σας εισαξει εις την Σιων·

15 και θελω σας δωσει ποιμενας κατα την καρδιαν μου και θελουσι σας ποιμανει εν γνωσει και συνεσει.

16 Και οταν πληθυνθητε και αυξηνθητε επι της γης, εν εκειναις ταις ημεραις, λεγει Κυριος, δεν θελουσι προφερει πλεον, Η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου, ουδε θελει αναβη επι καρδιαν αυτων, ουδε θελουσιν ενθυμηθη αυτην, ουδε θελουσιν επισκεφθη, ουδε θελει κατασκευασθη πλεον.

17 Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ονομασει την Ιερουσαλημ· θρονον του Κυριου· και παντα τα εθνη θελουσι συναχθη προς αυτην εν τω ονοματι του Κυριου, προς την Ιερουσαλημ· και δεν θελουσι περιπατησει πλεον οπισω της ορεξεως της πονηρας αυτων καρδιας.

18 Εν εκειναις ταις ημεραις ο οικος Ιουδα θελει περιπατησει μετα του οικου Ισραηλ, και θελουσιν ελθει ομου απο της γης του βορρα, εις την γην την οποιαν εκληροδοτησα εις τους πατερας σας.

19 Αλλ' εγω ειπα, Πως θελω σε καταταξει μεταξυ των τεκνων και δωσει εις σε γην επιθυμητην, ενδοξον κληρονομιαν των δυναμεων των εθνων; Και ειπα, Συ θελεις με κραξει, Πατερ μου· και δεν θελεις αποστρεψει απο οπισθεν μου.

20 Βεβαιως καθως γυνη αθετει εις τον ανδρα αυτης, ουτως ηθετησατε εις εμε, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος.

21 Φωνη ηκουσθη επι των υψηλων τοπων, κλαυθμος και δεησεις των υιων Ισραηλ· διοτι διεστρεψαν την οδον αυτων, ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων.

22 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, και θελω ιατρευσει τας αποστασιας σας. Ιδου, ημεις ερχομεθα προς σε· διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος ημων.

23 Τωοντι εις ματην ελπιζεται σωτηρια εκ των λοφων και εκ του πληθους των ορεων· μονον εν Κυριω τω Θεω ημων ειναι η σωτηρια του Ισραηλ.

24 Διοτι η αισχυνη κατεφαγε τον κοπον των πατερων ημων εκ της νεοτητος ημων· τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων, τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων.

25 Εν τη αισχυνη ημων κατακειμεθα, και η ατιμια ημων καλυπτει ημας· διοτι ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων, ημεις και οι πατερες ημων, εκ της νεοτητος ημων εως της ημερας ταυτης, και δεν υπηκουσαμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων.

1 "Jie sako: ‘Jei vyras paleidžia žmoną ir ji, atsiskyrusi nuo jo, išteka už kito vyro, ar ji gali sugrįžti pas jį? Argi tai nesuteptų krašto?’ O tu paleistuvavai su daugeliu meilužių, tačiau sugrįžti pas mane,­sako Viešpats.­

2 Pakelk savo akis į aukštumas ir pažvelk, kur tik tu nesi paleistuvavusi? Pakelėse tu sėdėjai laukdama kaip arabas dykumoje. Tu sutepei šalį savo paleistuvystėmis ir nedorybėmis.

3 Nebuvo ankstyvojo nė vėlyvojo lietaus. Bet tu turėjai paleistuvės kaktą ir nesigėdijai.

4 Dabar tu šauki: ‘Mano tėve! Mano jaunystės vadove!

5 Ar Tu pyksi amžinai ir visados rūstausi?’ Tu darei ir kalbėjai pikta, kaip tik galėjai".

6 Viešpats man tarė karaliaus Jozijo dienomis: "Ar matei, ką darė nuklydusi Izraelio tauta? Ji paleistuvavo ant kiekvieno aukšto kalno ir po kiekvienu žaliuojančiu medžiu.

7 Aš sakiau po viso to: ‘Sugrįžk pas mane’, bet ji nesugrįžo. Neištikimoji jos sesuo, Judo tauta, matė,

8 kad Aš ją atstūmiau ir daviau jai skyrybų raštą, nes Izraelio tauta nuklydusi svetimavo. Tačiau neištikimoji jos sesuo, Judo tauta, nepabūgo, bet taip pat nuėjusi paleistuvavo.

9 Savo paleistuvystėmis ji sutepė kraštą ir svetimavo su akmenimis ir medžiais.

10 Tačiau, nors visa tai įvyko, neištikimoji jos sesuo, Judo tauta, taip pat nesugrįžo pas mane visa širdimi, bet tik veidmainiavo,­sako Viešpats".

11 Viešpats kalbėjo man: "Nuklydusi Izraelio tauta buvo teisesnė už neištikimąją Judo tautą.

12 Eik šiaurės link, skelbdamas: ‘Sugrįžk, nuklydusi Izraelio tauta. Aš neberūstausiu, nes esu gailestingas, nepyksiu ant jūsų amžinai.

13 Prisipažink, kad Viešpačiui, savo Dievui, buvai neištikima ir nusikaltai, svetimaudama po žaliuojančiais medžiais ir mano balso neklausydama,­sako Viešpats.­

14 Sugrįžkite, nuklydę vaikai, nes Aš esu jus vedęs. Aš paimsiu jus po vieną iš miesto ir po du iš giminės ir atvesiu į Sioną.

15 Aš jums duosiu ganytojų pagal savo širdį: jie jus ganys išmintingai ir sumaniai.

16 Tuomet jūs tapsite gausia tauta ir niekas nebeklaus, kur yra Viešpaties Sandoros skrynia. Ji niekam neberūpės, jos nei prisimins, nei pasiges ir naujos nebedarys.

17 Tuomet Jeruzalę vadins Viešpaties sostu ir į ją susirinks visos tautos prie Viešpaties vardo Jeruzalėje. Jie nebevaikščios pagal savo piktos širdies sumanymus.

18 Judas su Izraeliu ateis iš šiaurės krašto į šalį, kurią daviau jūsų tėvams paveldėti.

19 Galvojau padaryti tave sūnumi ir duoti tau gražią šalį, gerą paveldą tarp tautų. Tikėjausi, kad tu mane vadinsi savo tėvu ir seksi paskui mane visados.

20 Tačiau kaip moteris sulaužo ištikimybę savo vyrui, taip jūs, izraelitai, sulaužėte ištikimybę man,­ sako Viešpats.­

21 Aukštumose girdimas Izraelio vaikų maldavimas ir verksmas; jie elgėsi neištikimai, pamiršo Viešpatį, savo Dievą.

22 Sugrįžkite, nuklydusieji vaikai. Aš atleisiu jums’ ". Mes ateiname pas Tave, nes Tu esi Viešpats, mūsų Dievas.

23 Iš tiesų veltui mes vylėmės aukštumomis ir kalnais.Viešpatyje, mūsų Dieve, yra Izraelio išgelbėjimas.

24 Gėda prarijo mūsų tėvų jaunystės triūsą: avis, galvijus, sūnus ir dukteris.

25 Gėdykimės ir prisipažinkime nusidėję Viešpačiui, savo Dievui; mes ir mūsų tėvai nuo jaunystės iki šios dienos neklausėme Viešpaties, savo Dievo.