1 Εαν επιστρεψης, Ισραηλ, λεγει Κυριος, επιστρεψον προς εμε· και εαν εκβαλης τα βδελυγματα σου απ' εμπροσθεν μου, τοτε δεν θελεις μετατοπισθη.
2 Και θελεις ομοσει, λεγων, Ζη Κυριος, εν αληθεια εν κρισει και εν δικαιοσυνη· και τα εθνη θελουσιν ευλογεισθαι εν αυτω και εν αυτω θελουσι δοξασθη.
3 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τους ανδρας Ιουδα και προς την Ιερουσαλημ· Αροτριασατε τους κεχερσωμενους αγρους σας και μη σπειρετε μεταξυ ακανθων.
4 Περιτμηθητε εις τον Κυριον και αφαιρεσατε τας ακροβυστιας της καρδιας σας, ανδρες Ιουδα και κατοικοι της Ιερουσαλημ, μηποτε εξελθη ο θυμος μου ως πυρ και εξαφθη, και ουδεις θελει εισθαι ο σβεσων, ενεκεν της κακιας των πραξεων σας.
5 Αναγγειλατε προς τον Ιουδαν και κηρυξατε προς την Ιερουσαλημ· και ειπατε και ηχησατε σαλπιγγα εις την γην· βοησατε, συναθροισθητε και ειπατε, Συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας ωχυρωμενας πολεις.
6 Υψωσατε σημαιαν προς την Σιων· συρθητε, μη σταθητε· διοτι εγω θελω φερει κακον απο βορρα και συντριμμον μεγαν.
7 Ο λεων ανεβη εκ του δασους αυτου και ο εξολοθρευτης των εθνων εσηκωθη· εξηλθεν εκ του τοπου αυτου δια να ερημωση την γην σου· αι πολεις σου θελουσι καταστραφη, ωστε δεν θελει εισθαι ουδεις ο κατοικων.
8 Δια τουτο περιζωσθητε σακκους, θρηνησατε και ολολυξατε· διοτι ο φλογερος θυμος του Κυριου δεν εστραφη αφ' ημων.
9 Και εν εκεινη τη ημερα, λεγει Κυριος, η καρδια του βασιλεως θελει χαθη και η καρδια των αρχοντων· και οι ιερεις θελουσιν εκθαμβηθη και οι προφηται θελουσιν εκπλαγη.
10 Τοτε ειπα, Ω Κυριε Θεε απατων λοιπον ηπατησας τον λαον τουτον και την Ιερουσαλημ, λεγων, Ειρηνην θελετε εχει· ενω η μαχαιρα εφθασεν εως της ψυχης.
11 Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ειπει προς τον λαον τουτον και προς την Ιερουσαλημ, Ανεμος καυστικος των υψηλων τοπων της ερημου φυσα προς την θυγατερα του λαου μου, ουχι δια να ανεμιση ουδε δια να καθαριση·
12 ανεμος σφοδροτερος παρα τουτους θελει ελθει δι' εμε· εγω δε τωρα θελω εκφερει κρισεις εις αυτους.
13 Ιδου, ως νεφελη θελει αναβη, και αι αμαξαι αυτου θελουσιν εισθαι ως ανεμοστροβιλος· οι ιπποι αυτου ειναι ελαφροτεροι των αετων. Ουαι εις ημας, διοτι εχαθημεν.
14 Ιερουσαλημ, αποπλυνον την καρδιαν σου απο κακιας, δια να σωθης· εως ποτε θελουσι κατοικει εν σοι οι ματαιοι διαλογισμοι σου;
15 Διοτι φωνη αναγγελλει εκ του Δαν και κηρυττει θλιψιν απο του ορους Εφραιμ.
16 Ενθυμισατε τουτο εις τα εθνη· ιδου, διακηρυξατε εναντιον της Ιερουσαλημ, οτι πολιορκηται ερχονται απο γης μακρας και εκπεμπουσι την φωνην αυτων εναντιον των πολεων Ιουδα.
17 Ως φυλακες αγρου παρεταχθησαν εναντιον αυτης κυκλοθεν· διοτι απεστατησεν εναντιον μου, λεγει Κυριος.
18 Αι οδοι σου και τα επιτηδευματα σου επροξενησαν εις σε ταυτα· αυτη η κακια σου εσταθη μαλιστα πικρα, ναι, εφθασεν εως της καρδιας σου.
19 Τα εντοσθια μου, τα εντοσθια μου· πονω εις τα βαθη της καρδιας μου· η καρδια μου θορυβειται εν εμοι· δεν δυναμαι να σιωπησω, διοτι ηκουσας, ψυχη μου, ηχον σαλπιγγος, αλαλαγμον πολεμου.
20 Συντριμμος επι συντριμμον διακηρυττεται· διοτι πασα η γη ερημουται· εξαιφνης αι σκηναι μου ηρημωθησαν και τα παραπετασματα μου εν μια στιγμη.
21 Εως ποτε θελω βλεπει την σημαιαν, θελω ακουει τον ηχον της σαλπιγγος;
22 Διοτι ο λαος μου ειναι αφρων· δεν με εγνωρισαν· ειναι υιοι αφρονες και δεν εχουσι συνεσιν· ειναι σοφοι εις το να κακοποιωσι, να αγαθοποιωσιν ομως δεν εξευρουσιν.
23 Επεβλεψα επι την γην και ιδου, αμορφος και ερημος· και εις τους ουρανους και δεν υπηρχε το φως αυτων.
24 Ειδον τα ορη και ιδου, ετρεμον και παντες οι λοφοι κατεσειοντο.
25 Ειδον και ιδου, δεν υπηρχεν ανθρωπος και παντα τα πετεινα του ουρανου ειχον φυγει.
26 Ειδον και ιδου, ο Καρμηλος ερημος και πασαι αι πολεις αυτου κατηδαφισμεναι απο προσωπου Κυριου, απο του φλογερου θυμου αυτου.
27 Διοτι ουτω λεγει Κυριος· πασα η γη θελει εισθαι ερημος· συντελειαν ομως δεν θελω καμει.
28 Δια τουτο η γη θελει πενθησει και οι ουρανοι ανωθεν θελουσι συσκοτασει· διοτι εγω ελαλησα, απεφασισα και δεν θελω μετανοησει ουδε θελω επιστρεψει απο τουτου.
29 Πασα η πολις θελει φυγει υπο του θορυβου των ιππεων και των τοξοτων θελουσιν ελθει εις τα δαση και αναβη επι τους βραχους· πασα πολις θελει εγκαταλειφθη και δεν θελει εισθαι ανθρωπος κατοικων εν αυταις.
30 Και συ, ηφανισμενη, τι θελεις καμει; και αν ενδυθης κοκκινον, και αν στολισθης με στολισμους χρυσους, και αν διατεινης με στιμμι τους οφθαλμους σου, εις ματην θελεις καλλωπισθη· οι ερασται σου θελουσι σε καταφρονησει, θελουσι ζητει την ζωην σου.
31 Διοτι ηκουσα φωνην ως κοιλοπονουσης, στεναγμον ως πρωτογεννωσης φωνην της θυγατρος Σιων, ητις θρηνολογει εαυτην, εκτεινει τας χειρας αυτης, λεγουσα, Ουαι εις εμε τωρα, διοτι η ψυχη μου εκλειπει ενεκεν των φονευτων.
1 "Izraeli, jei nori sugrįžti,sako Viešpats,grįžk pas mane. Jei pašalinsi savo bjaurystes, tau nereikės bėgti nuo manęs.
2 Tada prisieksi: ‘Kaip gyvas Viešpats!’ tiesoje, teisingume ir teisume. Ir Jis bus palaiminimas tautoms, ir tautos girsis Juo".
3 Taip sako Viešpats Judo žmonėms ir Jeruzalei: "Arkite dirvonus ir nesėkite erškėtynuose.
4 Apsipjaustykite Viešpačiui ir pašalinkite nuo savo širdžių plėvelę, Judo žmonės ir Jeruzalės gyventojai, kad neišsiveržtų kaip ugnis mano rūstybė ir neužsidegtų neužgesinamai dėl jūsų piktų darbų.
5 Skelbkite Jude ir praneškite Jeruzalėje, pūskite ragą krašte, garsiai šaukite ir sakykite: ‘Susirinkite ir eikime į sutvirtintus miestus!’
6 Iškelkite vėliavą Siono link! Bėkite! Nestovėkite! Nelaimę ir sunaikinimą Aš užleisiu iš šiaurės.
7 Liūtas pakilo iš tankumyno, tautų naikintojas yra kelyje. Jis pakilo iš savo vietos paversti tavo šalį dykuma; tavo miestai pavirs griuvėsiais ir ištuštės.
8 Todėl apsivilkite ašutinėmis, raudokite ir dejuokite: ‘Nenusigręžė nuo mūsų Viešpaties rūstybė’ ".
9 Viešpats sako: "Ateis diena, kada pradings karaliaus drąsa ir kunigaikščių narsumas, kunigai išsigąs ir pranašai pastirs iš baimės.
10 Jie sakys: ‘Ak, Viešpatie Dieve, iš tikrųjų Tu smarkiai apgavai šią tautą ir Jeruzalę, sakydamas: ‘Jūs turėsite taiką’, o dabar kardas siekia mūsų sielas!’
11 Tuomet bus pasakyta šiai tautai ir Jeruzalei: ‘Karštas vėjas pučia nuo plikų aukštumų iš dykumos mano tautos link, bet ne vėtyti ir ne valyti jos.
12 Smarkus vėjas iš ten ateina pas mane. Dabar Aš pats paskelbsiu jiems nuosprendį’ ".
13 Kaip debesis Jis pakyla, kaip audra Jo kovos vežimai, greitesni už erelius Jo žirgai! Vargas mums, mes žuvę!
14 Jeruzale, apvalyk nuo nedorybių savo širdį, kad būtum išgelbėta! Ar ilgai piktos mintys pasiliks tavyje?
15 Klausykis, iš Dano ir iš Efraimo kalnyno balsas skelbia blogą žinią:
16 "Įspėkite tautas, praneškite Jeruzalei: priešai ateina iš tolimos šalies ir pakels balsą prieš Judo miestus!
17 Kaip lauko sargai jie apstojo ją, nes ji buvo sukilusi prieš mane,sako Viešpats.
18 Tavo keliai ir darbai tau tai užtraukė! Tavo nedorybė yra karti ir pasiekė tavo širdį".
19 Ak, mano siela, mano siela! Skausmas pasiekė mano širdį. Mano širdis nerimsta, negaliu tylėti. Nes tu, mano siela, girdi trimito garsą, karo pavojų.
20 Sunaikinimas po sunaikinimo! Visa šalis nuniokota! Staiga sunaikinamos mano pastogės, ūmai mano palapinės!
21 Ar ilgai matysiu vėliavas, girdėsiu trimito garsą?
22 Mano tauta kvaila, ji manęs nepažįsta. Jie neprotingi vaikai, neturintys supratimo. Jie išmintingi daryti pikta, bet daryti gera jie nesugeba.
23 Aš pažvelgiau į žemęji buvo be pavidalo ir tuščia, pažvelgiau į dangusten nebuvo šviesos.
24 Pažvelgiau į kalnusjie drebėjo, visos aukštumos siūbavo.
25 Aš žvalgiaus, ir nebuvo nė vieno žmogaus, visi padangių paukščiai buvo nuskridę.
26 Pažvelgiau į derlingą žemęji buvo dykuma, visi miestai buvo sunaikinti Viešpaties akivaizdoje, Jo rūstybės įkarštyje.
27 Viešpats tarė: "Visa šalis liks tuščia, tačiau jos nesunaikinsiu visiškai.
28 Dėl to gedės žemė ir aptems aukštai dangūs. Aš tai pasakiau ir nesigailėsiu, nutariau ir įvykdysiu!"
29 Nuo raitelių ir šaulių šauksmo pabėgs visas miestas: jie sulįs į olas, pasislėps tankynėse ir lips ant uolų. Miestai ištuštės ir liks be gyventojų.
30 Ką dabar darysi tu, apiplėštoji? Nors apsivilktum purpuru, pasidabintum auksiniais papuošalais, išsidažytum veidąveltui tu puoštumeisi. Tavo meilužiai paniekins tave, jie ieškos tavo gyvybės.
31 Girdžiu tarsi gimdančios riksmą, tarsi pirmagimį gimdančios šauksmąbalsą Siono dukters, gaudančios kvapą, tiesiančios rankas ir sakančios: "Vargas man, mano sielą nuvargino žudikai".