1 Amo ao SENHOR, porque ele ouviu a minha voz e a minha súplica.

2 Porque inclinou a mim os seus ouvidos; portanto, o invocarei enquanto viver.

3 Os cordéis da morte me cercaram, e angústias do inferno se apoderaram de mim; encontrei aperto e tristeza.

4 Então invoquei o nome do Senhor, dizendo: Ó Senhor, livra a minha alma.

5 Piedoso é o Senhor e justo; o nosso Deus tem misericórdia.

6 O Senhor guarda aos símplices; fui abatido, mas ele me livrou.

7 Volta, minha alma, para o teu repouso, pois o Senhor te fez bem.

8 Porque tu livraste a minha alma da morte, os meus olhos das lágrimas, e os meus pés da queda.

9 Andarei perante a face do Senhor na terra dos viventes.

10 Cri, por isso falei. Estive muito aflito.

11 Dizia na minha pressa: Todos os homens são mentirosos.

12 Que darei eu ao Senhor, por todos os benefícios que me tem feito?

13 Tomarei o cálice da salvação, e invocarei o nome do Senhor.

14 Pagarei os meus votos ao Senhor, agora, na presença de todo o seu povo.

15 Preciosa é à vista do Senhor a morte dos seus santos.

16 Ó Senhor, deveras sou teu servo; sou teu servo, filho da tua serva; soltaste as minhas ataduras.

17 Oferecer-te-ei sacrifícios de louvor, e invocarei o nome do Senhor.

18 Pagarei os meus votos ao Senhor, na presença de todo o meu povo,

19 Nos átrios da casa do Senhor, no meio de ti, ó Jerusalém. Louvai ao Senhor.

1 Χαιρω οτι ο Κυριος εισηκουσε της φωνης μου, των δεησεων μου·

2 οτι εκλινε το ωτιον αυτου προς εμε· και ενοσω ζω, θελω επικαλεισθαι αυτον.

3 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και στενοχωριαι του αδου με ευρηκαν· θλιψιν και πονον απηντησα.

4 Και επεκαλεσθην το ονομα του Κυριου· ω Κυριε, λυτρωσον την ψυχην μου.

5 Ελεημων ο Κυριος και δικαιος· και ευσπλαγχνος ο Θεος ημων.

6 Ο Κυριος φυλαττει τους απλους· εταλαιπωρηθην, και με εσωσεν.

7 Επιστρεψον, ψυχη μου, εις την αναπαυσιν σου, διοτι ο Κυριος σε ευηργετησε.

8 Διοτι ελυτρωσας την ψυχην μου εκ θανατου, τους οφθαλμους μου απο δακρυων, τους ποδας μου απο ολισθηματος.

9 Θελω περιπατει ενωπιον του Κυριου εν γη ζωντων.

10 Επιστευσα, δια τουτο ελαλησα· εγω ημην σφοδρα τεθλιμμενος·

11 εγω ειπα εν τη εκπληξει μου, πας ανθρωπος ειναι ψευστης.

12 Τι να ανταποδωσω εις τον Κυριον, δια πασας τας ευεργεσιας αυτου τας προς εμε;

13 θελω λαβει το ποτηριον της σωτηριας και θελω επικαλεσθη το ονομα του Κυριου.

14 Τας ευχας μου θελω αποδωσει εις τον Κυριον, τωρα ενωπιον παντος του λαου αυτου.

15 Πολυτιμος ενωπιον του Κυριου ο θανατος των οσιων αυτου.

16 Ναι, Κυριε διοτι ειμαι δουλος σου· ειμαι δουλος σου, υιος της δουλης σου· συ ελυσας τα δεσμα μου.

17 Εις σε θελω θυσιασει θυσιαν αινεσεως και το ονομα του Κυριου θελω επικαλεσθη.

18 Τας ευχας μου θελω αποδωσει εις τον Κυριον, τωρα εμπροσθεν παντος του λαου αυτου·

19 εν ταις αυλαις του οικου του Κυριου, εν μεσω σου, Ιερουσαλημ. Αλληλουια.