1 Se o SENHOR não edificar a casa, em vão trabalham os que a edificam; se o SENHOR não guardar a cidade, em vão vigia a sentinela.

2 Inútil vos será levantar de madrugada, repousar tarde, comer o pão de dores, pois assim dá ele aos seus amados o sono.

3 Eis que os filhos são herança do Senhor, e o fruto do ventre o seu galardão.

4 Como flechas na mão de um homem poderoso, assim são os filhos da mocidade.

5 Bem-aventurado o homem que enche deles a sua aljava; não serão confundidos, mas falarão com os seus inimigos à porta.

1 Εαν ο Κυριος δεν οικοδομηση οικον, εις ματην κοπιαζουσιν οι οικοδομουντες αυτον· εαν ο Κυριος δεν φυλαξη πολιν, εις ματην αγρυπνει ο φυλαττων.

2 Ματαιον ειναι εις εσας να σηκονησθε πρωι, να πλαγιαζητε αργα, τρωγοντες τον αρτον του κοπου· ο Κυριος βεβαιως διδει υπνον εις τον αγαπητον αυτου.

3 Ιδου, κληρονομια παρα του Κυριου ειναι τα τεκνα· μισθος αυτου ο καρπος της κοιλιας.

4 Καθως ειναι τα βελη εν τη χειρι του δυνατου, ουτως οι υιοι της νεοτητος.

5 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εγεμισε την βελοθηκην αυτου εκ τουτων· οι τοιουτοι δεν θελουσι καταισχυνθη, οταν λαλωσι μετα των εχθρων εν τη πυλη.