1 Livra-me, meu Deus, dos meus inimigos, defende-me daqueles que se levantam contra mim.

2 Livra-me dos que praticam a iniqüidade, e salva-me dos homens sanguinários.

3 Pois eis que põem ciladas à minha alma; os fortes se ajuntam contra mim, não por transgressão minha ou por pecado meu, ó Senhor.

4 Eles correm, e se preparam, sem culpa minha; desperta para me ajudares, e olha.

5 Tu, pois, ó Senhor, Deus dos Exércitos, Deus de Israel, desperta para visitares todos os gentios; não tenhas misericórdia de nenhum dos pérfidos que praticam a iniqüidade. (Selá.)

6 Voltam à tarde; dão ganidos como cães, e rodeiam a cidade.

7 Eis que eles dão gritos com as suas bocas; espadas estão nos seus lábios, porque, dizem eles: Quem ouve?

8 Mas tu, Senhor, te rirás deles; zombarás de todos os gentios;

9 Por causa da sua força eu te aguardarei; pois Deus é a minha alta defesa.

10 O Deus da minha misericórdia virá ao meu encontro; Deus me fará ver o meu desejo sobre os meus inimigos.

11 Não os mates, para que o meu povo não se esqueça; espalha-os pelo teu poder, e abate-os, ó Senhor, nosso escudo.

12 Pelo pecado da sua boca e pelas palavras dos seus lábios, fiquem presos na sua soberba, e pelas maldições e pelas mentiras que falam.

13 Consome-os na tua indignação, consome-os, para que não existam, e para que saibam que Deus reina em Jacó até aos fins da terra. (Selá.)

14 E tornem a vir à tarde, e dêem ganidos como cães, e cerquem a cidade.

15 Vagueiem para cima e para baixo por mantimento, e passem a noite sem se saciarem.

16 Eu, porém, cantarei a tua força; pela manhã louvarei com alegria a tua misericórdia; porquanto tu foste o meu alto refúgio, e proteção no dia da minha angústia.

17 A ti, ó fortaleza minha, cantarei salmos; porque Deus é a minha defesa e o Deus da minha misericórdia.

1 Ελευθερωσον με εκ των εχθρων μου, Θεε μου· υπερασπισον με απο των επανισταμενων επ' εμε.

2 Ελευθερωσον με απο των εργαζομενων την ανομιαν και σωσον με απο ανδρων αιματων.

3 Διοτι, ιδου, ενεδρευουσι την ψυχην μου· δυνατοι συνηχθησαν κατ' εμου· ουχι, Κυριε, δια ανομιαν μου ουδε δια αμαρτιαν μου·

4 χωρις να υπαρχη εν εμοι ανομια, τρεχουσι και ετοιμαζονται. Εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε.

5 Συ λοιπον, Κυριε ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, εξυπνησον δια να επισκεφθης παντα τα εθνη. Μη ελεησης μηδενα εκ των δολιων παραβατων. Διαψαλμα.

6 Επιστρεφουσι το εσπερας· υλακτουσιν ως κυνες και κυκλουσι την πολιν.

7 Ιδου, αυτοι εκχεουσι λογους δια του στοματος αυτων· ρομφαιαι ειναι εις τα χειλη αυτων· επειδη λεγουσι, Τις ακουει;

8 Αλλα συ, Κυριε, θελεις γελασει επ' αυτους· θελεις μυκτηρισει παντα τα εθνη.

9 Εν τη δυναμει αυτων επι σε θελω ελπιζει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου.

10 Ο Θεος του ελεους μου θελει με προφθασει· ο Θεος θελει με καμει να ιδω την εκδικησιν επι τους παραφυλαττοντας με.

11 Μη φονευσης αυτους, μηποτε λησμονηση αυτο ο λαος μου· διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και ταπεινωσον αυτους, Κυριε, η ασπις ημων.

12 Δια την αμαρτιαν του στοματος αυτων, δια τους λογους των χειλεων αυτων, ας πιασθωσιν εν τη υπερηφανια αυτων· και δια την καταραν και το ψευδος, τα οποια λαλουσι.

13 Καταστρεψον αυτους, εν οργη καταστρεψον αυτους, ωστε να μη υπαρχωσι· και ας γνωρισωσιν οτι ο Θεος δεσποζει εν Ιακωβ, εως των περατων της γης. Διαψαλμα.

14 Ας επιστρεφωσι λοιπον το εσπερας, ας υλακτωσιν ως κυνες και ας περικυκλωσι την πολιν.

15 Ας περιπλανωνται δια τροφην· και αν δεν χορτασθωσιν, ας γογγυζωσιν.

16 Εγω δε θελω ψαλλει την δυναμιν σου, και το πρωι θελω υμνολογει εν αγαλλιασει το ελεος σου· διοτι εγεινες προπυργιον μου και καταφυγιον εν τη ημερα της θλιψεως μου.

17 Ω δυναμις μου, σε θελω ψαλμωδει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου, ο Θεος του ελεους μου.