1 Levantarei os meus olhos para os montes, de onde vem o meu socorro.

2 O meu socorro vem do Senhor que fez o céu e a terra.

3 Não deixará vacilar o teu pé; aquele que te guarda não tosquenejará.

4 Eis que não tosquenejará nem dormirá o guarda de Israel.

5 O Senhor é quem te guarda; o Senhor é a tua sombra à tua direita.

6 O sol não te molestará de dia nem a lua de noite.

7 O Senhor te guardará de todo o mal; guardará a tua alma.

8 O Senhor guardará a tua entrada e a tua saída, desde agora e para sempre.

1 Υψονω τους οφθαλμους μου προς τα ορη· ποθεν θελει ελθει η βοηθεια μου;

2 Η βοηθεια μου ερχεται απο του Κυριου, του ποιησαντος τον ουρανον και την γην.

3 Δεν θελει αφησει να κλονισθη ο πους σου· ουδε θελει νυσταξει ο φυλαττων σε.

4 Ιδου, δεν θελει νυσταξει ουδε θελει αποκοιμηθη, ο φυλαττων τον Ισραηλ.

5 Ο Κυριος ειναι ο φυλαξ σου· ο Κυριος ειναι η σκεπη σου εκ δεξιων σου.

6 Την ημεραν ο ηλιος δεν θελει σε βλαψει, ουδε η σεληνη την νυκτα.

7 Ο Κυριος θελει σε φυλαττει απο παντος κακου· θελει φυλαττει την ψυχην σου.

8 Ο Κυριος θελει φυλαττει την εξοδον σου και την εισοδον σου, απο του νυν και εως του αιωνος.