1 A ti, ó Deus, glorificamos, a ti damos louvor, pois o teu nome está perto, as tuas maravilhas o declaram.

2 Quando eu ocupar o lugar determinado, julgarei retamente.

3 A terra e todos os seus moradores estão dissolvidos, mas eu fortaleci as suas colunas. (Selá.)

4 Disse eu aos loucos: Não enlouqueçais, e aos ímpios: Não levanteis a fronte;

5 Não levanteis a vossa fronte altiva, nem faleis com cerviz dura.

6 Porque nem do oriente, nem do ocidente, nem do deserto vem a exaltação.

7 Mas Deus é o Juiz: a um abate, e a outro exalta.

8 Porque na mão do Senhor há um cálice cujo vinho é tinto; está cheio de mistura; e dá a beber dele; mas as escórias dele todos os ímpios da terra as sorverão e beberão.

9 E eu o declararei para sempre; cantarei louvores ao Deus de Jacó.

10 E quebrarei todas as forças dos ímpios, mas as forças dos justos serão exaltadas.

1 Δοξολογουμεν σε, Θεε, δοξολογουμεν, διοτι πλησιον ημων ειναι το ονομα σου· κηρυττονται τα θαυμασια σου.

2 Οταν λαβω τον ωρισμενον καιρον, εγω θελω κρινει εν ευθυτητι.

3 Διελυθη η γη και παντες οι κατοικοι αυτης· εγω εστερεωσα τους στυλους αυτης. Διαψαλμα.

4 Ειπα προς τους αφρονας, μη γινεσθε αφρονες· και προς τους ασεβεις, μη υψωνετε κερας.

5 Μη υψονετε εις υψος το κερας υμων· μη λαλειτε με τραχηλον σκληρον.

6 Διοτι ουτε εξ ανατολων, ουτε εκ δυσμων, ουτε εκ της ερημου, ερχεται υψωσις.

7 Αλλ' ο Θεος ειναι ο Κριτης· τουτον ταπεινονει και εκεινον υψονει.

8 Διοτι εν τη χειρι του Κυριου ειναι ποτηριον πληρες κερασματος οινου ακρατου, και εκ τουτου θελει χυσει· πλην την τρυγιαν αυτου θελουσι στραγγισει παντες οι ασεβεις της γης και θελουσι πιει.

9 Εγω δε θελω κηρυττει διαπαντος, θελω ψαλμωδει εις τον Θεον του Ιακωβ.

10 Και παντα τα κερατα των ασεβων θελω συντριψει· τα δε κερατα των δικαιων θελουσιν υψωθη.