1 Senhor meu Deus, em ti confio; salva-me de todos os que me perseguem, e livra-me;

2 Para que ele não arrebate a minha alma, como leão, despedaçando-a, sem que haja quem a livre.

3 Senhor meu Deus, se eu fiz isto, se há perversidade nas minhas mãos,

4 Se paguei com o mal àquele que tinha paz comigo (antes, livrei ao que me oprimia sem causa),

5 Persiga o inimigo a minha alma e alcance-a; calque aos pés a minha vida sobre a terra, e reduza a pó a minha glória. (Selá.)

6 Levanta-te, Senhor, na tua ira; exalta-te por causa do furor dos meus opressores; e desperta por mim para o juízo que ordenaste.

7 Assim te rodeará o ajuntamento de povos; por causa deles, pois, volta-te para as alturas.

8 O Senhor julgará os povos; julga-me, Senhor, conforme a minha justiça, e conforme a integridade que há em mim.

9 Tenha já fim a malícia dos ímpios; mas estabeleça-se o justo; pois tu, ó justo Deus, provas os corações e os rins.

10 O meu escudo é de Deus, que salva os retos de coração.

11 Deus é juiz justo, um Deus que se ira todos os dias.

12 Se o homem não se converter, Deus afiará a sua espada; já tem armado o seu arco, e está aparelhado.

13 E já para ele preparou armas mortais; e porá em ação as suas setas inflamadas contra os perseguidores.

14 Eis que ele está com dores de perversidade; concebeu trabalhos, e produziu mentiras.

15 Cavou um poço e o fez fundo, e caiu na cova que fez.

16 A sua obra cairá sobre a sua cabeça; e a sua violência descerá sobre a sua própria cabeça.

17 Eu louvarei ao Senhor segundo a sua justiça, e cantarei louvores ao nome do Senhor altíssimo.

1 Κυριε ο Θεος μου, επι σε ελπιζω· σωσον με εκ παντων των διωκοντων με και ελευθερωσον με·

2 μηποτε ο εχθρος αρπαση ως λεων εν ψυχην μου και διασπαραξη, χωρις να υπαρξη ελευθερωτης.

3 Κυριε ο Θεος μου, εαν εγω επραξα τουτο, εαν εις τας χειρας μου ηναι ανομια·

4 εαν ανταπεδωκα κακον εις τον ειρηνευοντα μετ' εμου, η κατεθλιψα τον αναιτιως διωκοντα με·

5 ας καταδιωξη ο εχθρος την ψυχην μου και ας φθαση αυτην· και ας καταπατηση εις γην την ζωην μου, και ας καταβαλη την δοξαν μου εις το χωμα. Διαψαλμα.

6 Αναστηθι, Κυριε, εν τη οργη σου· υψωθητι ενεκα της λυσσης των εχθρων μου· και εγερθητι δι' εμε εις την κρισιν την οποιαν προσεταξας.

7 Και η συναξις των λαων θελει σε κυκλωσει· και συ επιστρεψον, να καθησης υπερανωθεν αυτης εις υψος.

8 Ο Κυριος θελει κρινει τους λαους. Κρινον με, Κυριε, κατα την δικαιοσυνην μου, και κατα την ακεραιοτητα μου, την εν εμοι.

9 Ας τελειωση πλεον η κακια των ασεβων· και στερεωσον τον δικαιον, συ ο Θεος ο δικαιος, ο εξεταζων καρδιας και νεφρους.

10 Η ασπις μου ειναι εν τω Θεω, οστις σωζει τους ευθεις την καρδιαν.

11 Ο Θεος ειναι κριτης δικαιος και Θεος οργιζομενος καθ' εκαστην ημεραν.

12 Εαν ο ασεβης δεν επιστραφη, θελει ακονισει την ρομφαιαν αυτου· ενετεινε το τοξον αυτου και ητοιμασεν αυτο·

13 και δι' αυτον ητοιμασεν οργανα θανατου· προσηρμοσε τα βελη αυτου εναντιον των διωκτων.

14 Ιδου, ο ασεβης κοιλοπονει ανομιαν· συνελαβε δε πονηριαν και εγεννησε ψευδος·

15 Εσκαψε λακκον και εβαθυνεν αυτον· πλην αυτος θελει πεσει εις τον βοθρον, τον οποιον εκαμεν.

16 Η πονηρια αυτου θελει επιστρεψει κατα της κεφαλης αυτου, και η καταδυναστεια αυτου θελει καταβη επι την κορυφην αυτου.

17 Εγω θελω επαινει τον Κυριον κατα την δικαιοσυνην αυτου, και θελω ψαλμωδει εις το ονομα Κυριου του Υψιστου.