1 Ó Deus, tu és o meu Deus, de madrugada te buscarei; a minha alma tem sede de ti; a minha carne te deseja muito em uma terra seca e cansada, onde não há água;

2 Para ver a tua força e a tua glória, como te vi no santuário.

3 Porque a tua benignidade é melhor do que a vida, os meus lábios te louvarão.

4 Assim eu te bendirei enquanto viver; em teu nome levantarei as minhas mãos.

5 A minha alma se fartará, como de tutano e de gordura; e a minha boca te louvará com alegres lábios,

6 Quando me lembrar de ti na minha cama, e meditar em ti nas vigílias da noite.

7 Porque tu tens sido o meu auxílio; então, à sombra das tuas asas me regozijarei.

8 A minha alma te segue de perto; a tua destra me sustenta.

9 Mas aqueles que procuram a minha alma para a destruir, irão para as profundezas da terra.

10 Cairão à espada; serão uma ração para as raposas.

11 Mas o rei se regozijará em Deus; qualquer que por ele jurar se gloriará; porque se taparão as bocas dos que falam a mentira.

1 Θεε, συ εισαι ο Θεος μου· απο πρωιας σε ζητω· σε διψα η ψυχη μου, σε ποθει η σαρξ μου, εν γη ερημω, ξηρα και ανυδρω·

2 δια να βλεπω την δυναμιν σου και την δοξαν σου, καθως σε ειδον εν τω αγιαστηριω.

3 Διοτι το ελεος σου ειναι καλητερον παρα την ζωην· τα χειλη μου θελουσι σε επαινει.

4 Ουτω θελω σε ευλογει εν τη ζωη μου· εν τω ονοματι σου θελω υψονει τας χειρας μου.

5 Ως απο παχους και μυελου θελει χορτασθη η ψυχη μου και δια χειλεων αγαλλιασεως θελει υμνει το στομα μου,

6 Οταν σε ενθυμωμαι επι της στρωμνης μου, εις σε μελετω εν ταις φυλακαις της νυκτος.

7 Επειδη εσταθης βοηθεια μου· δια τουτο υπο την σκιαν των πτερυγων σου θελω χαιρει.

8 Προσεκολληθη η ψυχη μου κατοπιν σου· η δεξια σου με υποστηριζει.

9 Οι δε ζητουντες την ψυχην μου, δια να εξολοθρευσωσιν αυτην, θελουσιν εμβη εις τα κατωτατα μερη της γης·

10 θελουσι πεσει δια ρομφαιας· θελουσιν εισθαι μερις αλωπεκων.

11 Ο δε βασιλευς θελει ευφρανθη επι τον Θεον· θελει δοξασθη πας ο ομνυων εις αυτον· διοτι θελει φραχθη το στομα των λαλουντων ψευδος.