1 Apressa-te, ó Deus, em me livrar; SENHOR, apressa-te em ajudar-me.

2 Fiquem envergonhados e confundidos os que procuram a minha alma; voltem para trás e confundam-se os que me desejam mal.

3 Virem as costas como recompensa da sua vergonha os que dizem: Ah! Ah!

4 Folguem e alegrem-se em ti todos os que te buscam; e aqueles que amam a tua salvação digam continuamente: Engrandecido seja Deus.

5 Eu, porém, estou aflito e necessitado; apressa-te por mim, ó Deus. Tu és o meu auxílio e o meu libertador; Senhor, não te detenhas.

1 Θεε, ταχυνον να με ελευθερωσης· ταχυνον, Κυριε, εις βοηθειαν μου.

2 Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν οι ζητουντες την ψυχην μου· ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.

3 Ας στραφωσιν οπισω προς αμοιβην της αισχυνης αυτων οι λεγοντες, ευγε, ευγε.

4 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε· και οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Θεος.

5 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης· Θεε, ταχυνον προς εμε· συ εισαι βοηθεια μου και ελευθερωτης μου· Κυριε, μη βραδυνης.