1 Bem-aventurado é aquele que atende ao pobre; o SENHOR o livrará no dia do mal.

2 O Senhor o livrará, e o conservará em vida; será abençoado na terra, e tu não o entregarás à vontade de seus inimigos.

3 O Senhor o sustentará no leito da enfermidade; tu o restaurarás da sua cama de doença.

4 Dizia eu: Senhor, tem piedade de mim; sara a minha alma, porque pequei contra ti.

5 Os meus inimigos falam mal de mim, dizendo: Quando morrerá ele, e perecerá o seu nome?

6 E, se algum deles vem me ver, fala coisas vãs; no seu coração amontoa a maldade; saindo para fora, é disso que fala.

7 Todos os que me odeiam murmuram à uma contra mim; contra mim imaginam o mal, dizendo:

8 Uma doença má se lhe tem apegado; e agora que está deitado, não se levantará mais.

9 Até o meu próprio amigo íntimo, em quem eu tanto confiava, que comia do meu pão, levantou contra mim o seu calcanhar.

10 Porém tu, Senhor, tem piedade de mim, e levanta-me, para que eu lhes dê o pago.

11 Por isto conheço eu que tu me favoreces: que o meu inimigo não triunfa de mim.

12 Quanto a mim, tu me sustentas na minha sinceridade, e me puseste diante da tua face para sempre.

13 Bendito seja o Senhor Deus de Israel de século em século. Amém e Amém.

1 Μακαριος ο επιβλεπων εις τον πτωχον· εν ημερα θλιψεως θελει ελευθερωσει αυτον ο Κυριος.

2 Ο Κυριος θελει φυλαξει αυτον και διατηρησει την ζωην αυτου· μακαριος θελει εισθαι επι της γης· και δεν θελεις παραδωσει αυτον εις την επιθυμιαν των εχθρων αυτου.

3 Ο Κυριος θελει ενδυναμονει αυτον επι της κλινης της ασθενειας· εν τη αρρωστια αυτου συ θελεις στρονει ολην την κλινην αυτου.

4 Εγω ειπα, Κυριε, ελεησον με· ιασαι την ψυχην μου, διοτι ημαρτον εις σε.

5 Οι εχθροι μου λεγουσι κακα περι εμου, Ποτε θελει αποθανει, και θελει απολεσθη το ονομα αυτου;

6 Και εαν τις ερχηται να με ιδη, ομιλει ματαιοτητα· η καρδια αυτου συναγει εις εαυτην ανομιαν· εξελθων εξω, λαλει αυτην.

7 Κατ' εμου ψιθυριζουσιν ομου παντες οι μισουντες με· κατ' εμου διαλογιζονται κακα λεγοντες,

8 Πραγμα κακον εκολληθη εις αυτον· και κατακοιτος ων δεν θελει πλεον σηκωθη.

9 Και αυτος ο ανθρωπος, μετα του οποιου εζων ειρηνικως, επι τον οποιον ηλπισα, οστις ετρωγε τον αρτον μου, εσηκωσεν επ' εμε πτερναν.

10 Αλλα συ, Κυριε, ελεησον με και αναστησον με, και θελω ανταποδωσει εις αυτους.

11 Εκ τουτου γνωριζω οτι συ με ευνοεις, επειδη δεν θριαμβευει κατ' εμου ο εχθρος μου.

12 Εμε δε, συ με εστηριξας εις την ακεραιοτητα μου, και με εστερεωσας ενωπιον σου εις τον αιωνα.

13 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, απ' αιωνος και εως αιωνος. Αμην και αμην.