1 Ouve, Jeová, a minha súplica, E chegue a ti o meu clamor.

2 Não escondas de mim a tua face no dia da minha angústia: Inclina para mim o teu ouvido: No dia em que eu clamar, responde-me depressa.

3 Pois como fumo se desvanecem os meus dias, E os meus ossos ardem como tição.

4 Ferido e seco está o meu coração como a erva; Esqueço-me de comer o meu pão.

5 Por causa da voz do meu gemido, Os meus ossos se me apegam à carne.

6 Sou semelhante ao pelicano no deserto, Chego a ser como a coruja das ruínas.

7 Vigio, e tornei-me Como um passarinho solitário no telhado.

8 Continuamente me vituperam os meus inimigos; Os que são furiosos contra mim, usam o meu nome para lançar maldições.

9 Pois tenho comido cinza, como pão, E misturado com lágrimas a minha bebida,

10 Por causa da tua indignação e da tua ira, Porque, levantando-me, me arrojaste.

11 Os meus dias são como a sombra que declina, E eu, como a erva, me vou secando.

12 Mas tu, Jeová, estás entronizado para sempre. E o teu memorial vai de geração em geração.

13 Tu te levantarás e terás compaixão de Sião; Pois é tempo de te compadeceres dela, sim o tempo marcado já chegou.

14 Porquanto os teus servos amam-lhe até as pedras, E se condoem do seu pó.

15 Assim as nações temerão o nome de Jeová, E todos os reis da terra a tua glória,

16 Quando Jeová tiver edificado a Sião, Tiver aparecido na sua glória,

17 Tiver atendido à oração do desamparado, E não tiver desprezado a oração deles.

18 Ficará isto registrado para a geração vindoura, E um povo que há de ser criado, louvará a Jeová.

19 Pois olhou desde o alto do seu santuário, Desde os céus olhou Jeová para a terra,

20 Para ouvir o suspiro do encarcerado, Para soltar os que são destinados à morte;

21 A fim de que declarassem em Sião o nome de Jeová, E o seu louvor em Jerusalém,

22 Quando se ajuntarem os povos, E os reinos, para servirem a Jeová.

23 Ele abateu a minha força no caminho, Encurtou os meus dias.

24 Eu disse: Deus meu, não me leves no meio dos meus dias; Os teus anos são por todas as gerações.

25 Desde o princípio lançaste os fundamentos da terra; E os céus são obra das tuas mãos.

26 Eles hão de perecer, mas tu permanecerás; Todos eles se envelhecerão como um vestido, Como roupa os mudarás, e serão mudados:

27 Mas tu és o mesmo, e os teus anos nunca terão fim.

28 Os filhos dos teus servos habitarão a terra, E a sua posteridade será estabelecida perante ti.

1 Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε.

2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου· καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου· καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου.

3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν.

4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου.

5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου.

6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος· εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις.

7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος.

8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου· οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου.

9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου,

10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου· διοτι σηκωσας με ερριψας κατω.

11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος.

12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν.

13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων· διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν.

14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης.

15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου.

16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου.

17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων.

18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην· και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον.

19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην,

20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον·

21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ,

22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον.

23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου· συνετεμε τας ημερας μου.

24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου· τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων.

25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι.

26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις· και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη· ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη·

27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει.

28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου.