1 Disse no seu coração o insensato: Não há Deus. Corromperam e fizeram abomináveis as suas ações; Não houve quem fizesse o bem.

2 Deus olhou lá dos céus sobre os filhos dos homens, Para ver se havia alguém que tivesse entendimento, Que buscasse a Deus.

3 Todos se desviaram, juntamente se fizeram imundos; Não há quem faça o bem, não há nem sequer um.

4 Acaso não têm conhecimento os que obram a iniqüidade? Os quais comem o meu povo como comem pão, E não invocam a Deus.

5 Ali ficaram eles tomados de grande pavor, onde não havia motivo de pavor: Porque Deus dispersou os ossos daquele que se acampou contra ti; Tu os envergonhaste, porque Deus os rejeitou.

6 Oxalá que a salvação de Israel tivesse já vindo de Sião! Quando Deus puser termo ao cativeiro do seu povo, Regozije-se Jacó e alegre-se Israel. zifitas vieram dizer a Saul: Porventura não se esconde Davi entre nós?

1 Ειπεν ο αφρων εν τη καρδια αυτου, δεν υπαρχει Θεος. Διεφθαρησαν και εγειναν βδελυροι δια την ανομιαν· δεν υπαρχει πραττων αγαθον.

2 Ο Θεος εξ ουρανου διεκυψεν επι τους υιους των ανθρωπων, δια να ιδη εαν ηναι τις εχων συνεσιν, εκζητων τον Θεον.

3 Παντες εξεκλιναν· ομου εξηχρειωθησαν· δεν υπαρχει πραττων αγαθον, δεν υπαρχει ουδε εις.

4 Δεν εχουσι γνωσιν οι εργαζομενοι την ανομιαν, οι κατατρωγοντες τον λαον μου ως βρωσιν αρτου; τον Θεον δεν επεκαλεσθησαν.

5 Εκει εφοβηθησαν φοβον, οπου δεν ητο φοβος, διοτι ο Θεος διεσκορπισε τα οστα των στρατοπεδευοντων κατα σου· κατησχυνας αυτους, διοτι ο Θεος κατεφρονησεν αυτους.

6 Τις θελει δωσει εκ Σιων την σωτηριαν του Ισραηλ; οταν ο Θεος επιστρεψη τον λαον αυτου απο της αιχμαλωσιας, θελει αγαλλεσθαι ο Ιακωβ, θελει ευφραινεσθαι ο Ισραηλ.