1 Disse eu: Guardarei os meus caminhos, Para não pecar com a minha língua. Guardarei a minha boca com uma mordaça, Enquanto o iníquo estiver diante de mim.

2 Emudeci no silêncio da resignação, fiquei calado ainda a respeito do bem; E a minha mágoa se agravou.

3 Escandeceu-se o meu coração dentro de mim; Enquanto eu meditava, acendeu-se o fogo; Então disse eu com a minha língua:

4 Faze-me conhecer, Jeová, o meu fim, E a medida dos meus dias, qual é; Possa eu saber quão frágil sou.

5 Eis que deste aos meus dias o comprimento de algumas palmas de mão, E o tempo da minha vida é como nada diante de ti. Na verdade todo o homem por mais firme que esteja, é totalmente vaidade. (Selá)

6 Na verdade o homem anda como uma aparência; Na verdade em vão se inquietam: Amontoa riquezas, e não sabe quem as levará.

7 Agora, Jeová, que espero eu? A minha esperança está em ti.

8 Livra-me de todas as minhas transgressões, Não me faças o opróbrio do insensato.

9 Emudeci, não abri a minha boca; Porquanto tu o fizeste.

10 Tira de sobre mim o teu flagelo: Pelo golpe da tua mão eu estou consumido.

11 Quando com repreensões castigas o homem por causa da iniqüidade, Destróis, como traça, o que ele tem de precioso; Na verdade todo o homem é vaidade. (Selá)

12 Ouve, Jeová, a minha oração, E dá ouvidos ao meu clamor por teu socorro. Não sejas surdo às minhas lágrimas, Porque eu sou para contigo um peregrino, Um forasteiro como todos os meus pais.

13 Desvia de mim o teu olhar, para que eu tome alento, Antes que eu me vá e não exista mais. livre dos males

1 Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου· θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου.

2 Εσταθην αφωνος και σιωπηλος· εσιωπησα και απο του να λεγω καλον· και ο πονος μου ανεταραχθη.

3 Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου· ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ· ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα,

4 Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει.

5 Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου· επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα.

6 Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια· βεβαιως εις ματην ταραττεται· θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα.

7 Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε.

8 Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με· μη με καμης ονειδος του αφρονος.

9 Εγεινα αφωνος· δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο.

10 Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου· απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον.

11 Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου· τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα.

12 Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου· μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου.

13 Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον.