1 Compadece-te de mim, ó Deus, segundo a tua benignidade; Segundo a multidão das tuas ternas misericórdias apaga as minhas transgressões.
2 Lava-me completamente da minha iniqüidade, E purifica-me do meu pecado.
3 Pois as minhas transgressões eu as reconheço; E o meu pecado está sempre diante de mim.
4 Contra ti, contra ti só, pequei, E fiz o que é mal diante dos teus olhos, Para que sejas justificado quando falares, E puro quando julgares.
5 Eis que fui nascido em iniqüidade, E em pecado me concebeu minha mãe.
6 Eis que desejas a verdade no íntimo, E no oculto me farás conhecer a sabedoria.
7 Expurga-me com hissopo, e ficarei limpo; Lava-me, e ficarei mais branco que a neve.
8 Faze-me ouvir gozo e alegria, Para que se regozijem os ossos que esmagaste.
9 Esconde dos meus pecados o teu rosto, E apaga todas as minhas iniqüidades.
10 Cria em mim, ó Deus, um coração limpo, E renova dentro de mim um espírito estável.
11 Não me lances fora da tua presença, E não tires de mim o teu santo espírito.
12 Restitui-me a alegria da minha salvação, E sustenta-me com um espírito voluntário.
13 Ensinarei aos transgressores os teus caminhos, E os pecadores se converterão a ti.
14 Livra-me dos crimes de sangue, ó Deus, Deus da minha salvação, E a minha língua cantará a tua justiça.
15 Senhor, abre os meus lábios, E a minha boca manifestará o teu louvor.
16 Pois tu não te comprazes em sacrifícios, do contrário eu to ofereceria; Não te deleitas em holocaustos.
17 Os sacrifícios a Deus são o espírito quebrantado, Ao coração quebrantado e contrito, ó Deus, tu não o desprezarás.
18 Faze o bem a Sião, segundo a tua boa vontade, Edifica os muros de Jerusalém.
19 Então te deleitarás com os sacrifícios de retidão, com holocaustos e com ofertas queimadas; Então se oferecerão novilhos sobre o teu altar. lhe disse: Davi é chegado à casa de Abimeleque
1 Ελεησον με, ω Θεε, κατα το ελεος σου· κατα το πληθος των οικτιρμων σου εξαλειψον τα ανομηματα μου.
2 Πλυνον με μαλλον και μαλλον απο της ανομιας μου και απο της αμαρτιας μου καθαρισον με.
3 Διοτι τα ανομηματα μου εγω γνωριζω, και η αμαρτια μου ενωπιον μου ειναι διαπαντος.
4 Εις σε, εις σε μονον ημαρτον και το πονηρον ενωπιον σου επραξα· δια να δικαιωθης εν τοις λογοις σου και να ησαι αμεμπτος εις τας κρισεις σου.
5 Ιδου, συνεληφθην εν ανομια, και εν αμαρτια με εγεννησεν μητηρ μου.
6 Ιδου, ηγαπησας αληθειαν εν τη καρδια, και εις τα ενδομυχα θελεις με διδαξει σοφιαν.
7 Ραντισον με με υσσωπον, και θελω εισθαι καθαρος· πλυνον με, και θελω εισθαι λευκοτερος χιονος.
8 Καμε με να ακουσω αγαλλιασιν και ευφροσυνην, δια να ευφρανθωσι τα οστα, τα οποια συνεθλασας.
9 Αποστρεψον το προσωπον σου απο των αμαρτιων μου και πασας τας ανομιας μου εξαλειψον.
10 Καρδιαν καθαραν κτισον εν εμοι, Θεε· και πνευμα ευθες ανανεωσον εντος μου.
11 Μη με απορριψης απο του προσωπου σου· και το πνευμα το αγιον σου μη αφαιρεσης απ' εμου.
12 Αποδος μοι την αγαλλιασιν της σωτηριας σου και με πνευμα ηγεμονικον στηριξον με.
13 Θελω διδαξει εις τους παραβατας τας οδους σου· και αμαρτωλοι θελουσιν επιστρεφει εις σε.
14 Ελευθερωσον με απο αιματων, Θεε, Θεε της σωτηριας μου· η γλωσσα μου θελει ψαλλει εν αγαλλιασει την δικαιοσυνην σου.
15 Κυριε, ανοιξον τα χειλη μου· και το στομα μου θελει αναγγελλει την αινεσιν σου.
16 Διοτι δεν θελεις θυσιαν, αλλως ηθελον προσφερει· εις ολοκαυτωματα δεν αρεσκεσαι.
17 Θυσιαι του Θεου ειναι πνευμα συντετριμμενον· καρδιαν συντετριμμενην και τεταπεινωμενην, Θεε, δεν θελεις καταφρονησει.
18 Ευεργετησον την Σιων δια της ευνοιας σου· οικοδομησον τα τειχη της Ιερουσαλημ.
19 Τοτε θελεις ευαρεστηθη εις θυσιας δικαιοσυνης, εις προσφορας και ολοκαυτωματα· τοτε θελουσι προσφερει μοσχους επι το θυσιαστηριον σου.