1 Exaltar-te-ei, Jeová, porque me levantaste, E não permitiste que os meus inimigos se regozijassem sobre mim.

2 Jeová, Deus meu, A ti clamei por socorro, e me saraste.

3 Jeová, fizeste subir a minha alma do Cheol; Vivificaste-me dentre os que descem à cova.

4 Cantai louvores a Jeová, vós que sois seus santos, E dai graças ao seu santo nome.

5 Pois a sua ira dura apenas um momento; No seu favor está a vida. O choro pode entrar à tarde para pousar, Pela manhã, porém, vem o cântico de júbilo.

6 Quanto a mim, dizia eu na minha prosperidade: Nunca jamais serei abalado.

7 Tu, Jeová, pelo teu favor fizeras que o meu monte permanecesse forte: Ocultaste o teu rosto, fiquei conturbado.

8 A ti, Jeová, clamei, E ao Senhor supliquei:

9 Que proveito há no meu sangue, em ir eu para a cova? Porventura louvar-te-á o pó? declarará ele a tua verdade?

10 Ouve, Jeová, e compadece-te de mim: Sê tu, Jeová, o meu ajudador.

11 Converteste o meu pranto em regozijo, Tiraste o meu cilício e cingiste-me de alegria,

12 A fim de que a minha glória cante louvores a ti, e não se cale. Jeová, Deus meu, dar-te-ei graças para sempre.

1 Θελω σε μεγαλυνει, Κυριε· διοτι συ με ανυψωσας, και δεν ευφρανας τους εχθρους μου επ' εμε.

2 Κυριε ο Θεος μου, εβοησα προς σε, και με εθεραπευσας.

3 Κυριε, ανεβιβασας εξ αδου την ψυχην μου· μ' εφυλαξας την ζωην, δια να μη καταβω εις τον λακκον.

4 Ψαλμωδησατε εις τον Κυριον, οι οσιοι αυτου, και υμνειτε την μνημην της αγιωσυνης αυτου.

5 Διοτι η οργη αυτου διαρκει μιαν μονην στιγμην· ζωη ομως ειναι εν τη ευμενεια αυτου· το εσπερας δυναται να συγκατοικηση κλαυθμος, αλλα το πρωι ερχεται αγαλλιασις.

6 Εγω δε ειπα εν τη ευτυχια μου, δεν θελω σαλευθη εις τον αιωνα.

7 Κυριε, δια της ευμενειας σου εστερεωσας το ορος μου. Απεκρυψας το προσωπον σου, και εταραχθην.

8 Προς σε, Κυριε, εκραξα· και προς τον Κυριον εδεηθην.

9 Τις ωφελεια εν τω αιματι μου, εαν καταβω εις τον λακκον; μηπως θελει σε υμνει ο κονιορτος; θελει αναγγελλει την αληθειαν σου;

10 Ακουσον, Κυριε, και ελεησον με· Κυριε, γενου βοηθος μου.

11 Μετεβαλες εις εμε τον θρηνον μου εις χαραν· ελυσας τον σακκον μου και με περιεζωσας ευφροσυνην·

12 δια να ψαλμωδη εις σε η δοξα μου και να μη σιωπα. Κυριε ο Θεος μου, εις τον αιωνα θελω σε υμνει.