1 Em ti, Jeová, me refugio; Não seja eu jamais envergonhado.
2 Livra-me na tua retidão, e resgata-me; Inclina para mim os teus ouvidos e salva-me.
3 Sê para mim uma rocha de morada a que sempre me acolha. Tu hás ordenado que eu seja salvo, Porquanto tu és a minha rocha e a minha fortaleza.
4 Livra-me, Deus meu, da mão do iníquo, Do poder do malfeitor e do violento.
5 Pois tu és a minha esperança, Senhor Jeová; És a minha confiança desde a minha mocidade.
6 Em ti me tenho escorado desde que nasci, Tu és aquele que me tiraste das entranhas de minha mãe: De ti se fará sempre o meu hino de louvor.
7 Tornei-me um portento para muitos, Mas tu és o meu forte refúgio.
8 A minha boca encher-se-á do teu louvor, E da tua glória de contínuo.
9 Não me enjeites no tempo da velhice; Quando faltar a minha força, não me desampares.
10 Pois falam de mim os meus inimigos, E os que espreitam a minha alma, consultam juntos,
11 Dizendo: Deus o desamparou; Persegui-o e tomai-o, pois não há quem o livre.
12 Ó Deus, não te apartes de mim; Deus meu, dá-te pressa em me socorrer.
13 Sejam envergonhados e consumidos os que são adversários da minha alma, Sejam cobertos de opróbrio e ignomínia os que buscam o meu mal.
14 Mas quanto a mim, sempre esperarei, E ainda te louvarei mais e mais.
15 A minha boca relatará a tua justiça E a tua salvação de contínuo, Pois não lhes poderei saber o número.
16 Virei com os poderosos feitos do Senhor Jeová; Farei menção da tua justiça, da tua tão somente.
17 Ó Deus, tu me tens ensinado desde a minha mocidade; E até agora tenho declarado as tuas maravilhas.
18 Até à velhice e às cãs, ó Deus, não me desampares; Até que eu tenha declarado a tua força à geração vindoura, O teu poder a todo o que há de vir.
19 A tua justiça, ó Deus, atinge os céus; Tu que tens feito grandezas, Ó Deus, quem é semelhante a ti?
20 Tu, que nos fizeste ver muitas e penosas tribulações, De novo nos restituirás à vida, E das profundezas da terra nos tornarás a trazer.
21 Aumenta a minha grandeza, E torna a confortar-me.
22 Eu também te darei graças ao som do saltério, Celebrarei a tua verdade, Deus meu: Cantarei a ti louvores ao som da harpa, Ó Santo de Israel.
23 Os meus lábios exultarão, quando eu cantar os teus louvores; Exultará a minha alma que tu remiste.
24 Também a minha língua celebrará a tua justiça continuamente; Porque estão envergonhados, porque estão confundidos os que buscam o meu mal.
1 Επι σε, Κυριε, ηλπισα· ας μη καταισχυνθω ποτε.
2 Δια την δικαιοσυνην σου λυτρωσον με και ελευθερωσον με· Κλινον προς εμε το ωτιον σου και σωσον με.
3 Γενου εις εμε τοπος οχυρος, δια να καταφευγω παντοτε· συ διεταξας να με σωσης, διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι.
4 Θεε μου, λυτρωσον με εκ δυναμεως ασεβους, εκ χειρος παρανομου και αδικου.
5 Διοτι συ εισαι η ελπις μου, Κυριε Θεε· το θαρρος μου εκ νεοτητος μου.
6 Επι σε επεστηριχθην εκ της κοιλιας· συ εισαι σκεπη μου εκ των σπλαγχνων της μητρος μου· εις σε θελει εισθαι παντοτε ο υμνος μου.
7 Ως τερας κατεσταθην εις τους πολλους· αλλα συ εισαι το δυνατον καταφυγιον μου,
8 Ας εμπλησθη το στομα μου απο του υμνου σου, απο της δοξης σου, ολην την ημεραν.
9 Μη με απορριψης εν καιρω γηρατος· οταν εκλειπη η δυναμις μου, μη με εγκαταλιπης.
10 Διοτι οι εχθροι μου λαλουσι περι εμου· και οι παραφυλαττοντες την ψυχην μου συμβουλευονται ομου,
11 Λεγοντες, Ο Θεος εγκατελιπεν αυτον· καταδιωξατε και πιασατε αυτον, διοτι δεν υπαρχει ο σωζων.
12 Θεε, μη μακρυνθης απ' εμου· Θεε μου, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
13 Ας αισχυνθωσιν, ας εξαλειφθωσιν οι εχθροι της ψυχης μου· ας σκεπασθωσι απο ονειδους και εντροπης οι ζητουντες το κακον μου.
14 Εγω δε παντοτε θελω ελπιζει, και θελω προσθετει επι παντας τους επαινους σου.
15 Το στομα μου θελει κηρυττει την δικαιοσυνην σου και την σωτηριαν σου ολην την ημεραν· διοτι δεν δυναμαι να απαριθμησω αυτας.
16 Θελω περιπατει εν τη δυναμει Κυριου του Θεου· θελω μνημονευει την δικαιοσυνην σου, σου μονου.
17 Θεε, συ με εδιδαξας εκ νεοτητος μου· και μεχρι του νυν εκηρυττον τα θαυμασια σου.
18 Μη με εγκαταλιπης μηδε μεχρι του γηρατος και πολιας, Θεε, εωσου κηρυξω τον βραχιονα σου εις ταυτην την γενεαν, την δυναμιν σου εις παντας τους μεταγενεστερους.
19 Διοτι η δικαιοσυνη σου, Θεε, ειναι υπερυψωμενη· διοτι εκαμες μεγαλεια Θεε, τις ομοιος σου,
20 οστις εδειξας εις εμε θλιψεις πολλας και ταλαιπωριας, και παλιν με ανεζωοποιησας και εκ των αβυσσων της γης παλιν ανηγαγες με;
21 Ηυξησας το μεγαλειον μου και επιστρεψας με παρηγορησας.
22 Και εγω, Θεε μου, θελω δοξολογει εν τω οργανω του ψαλτηριου σε και την αληθειαν σου· εις σε θελω ψαλμωδει εν κιθαρα, Αγιε του Ισραηλ.
23 Θελουσιν αγαλλεσθαι τα χειλη μου, οταν εις σε ψαλμωδω· και η ψυχη μου, την οποιαν ελυτρωσας.
24 Ετι δε η γλωσσα μου ολην την ημεραν θελει μελετα την δικαιοσυνην σου· διοτι ενετραπησαν, διοτι κατησχυνθησαν, οι ζητουντες το κακον μου.