1 Com fervor te amo, Jeová, força minha.
2 Jeová é a minha rocha, a minha fortaleza e o meu libertador; O meu Deus, o meu rochedo em que me refugio; O meu escudo, o meu Salvador poderoso, meu alto refúgio.
3 Invocando a Jeová que é digno de ser louvado, Dos meus inimigos sou salvo.
4 Rodearam-me cordas de morte, E torrentes de perdição me amedrontaram.
5 Cercaram-me cordas do Cheol, Laços de morte me sobrevieram.
6 Na minha angústia invoquei a Jeová, E clamei por socorro ao meu Deus; Ele ouviu do seu templo a minha voz, E o clamor que lhe fiz entrou nos seus ouvidos.
7 Abalou-se então a terra e tremeu, Também os fundamentos dos montes se moveram E se abalaram, porque se acendeu a sua ira.
8 Subiu fumaça dos seus narizes, E fogo devorador saiu da sua boca: Dele saíram brasas ardentes.
9 Ele abaixou os céus e desceu, Tendo debaixo dos seus pés densa escuridão.
10 Montou num querubim e voou; Sim voou velozmente sobre as asas do vento.
11 Fez das trevas o seu retiro secreto, seu pavilhão ao redor de si: Escuridade de águas, espessas nuvens dos céus.
12 Do resplendor que diante dele havia, saíam pelas suas espessas nuvens Saraiva e carvão de fogo.
13 Então Jeová trovejou nos céus, E o Altíssimo fez soar a sua voz: Saraiva e carvões de fogo.
14 Enviou as suas setas e os dispersou; Amiudados raios, e os conturbou.
15 Então apareceu o leito das águas, E foram descobertos os fundamentos do mundo, Pela tua repreensão, Jeová, Pelo sopro dos ventos dos teus narizes.
16 Ele estendeu lá do alto o braço, me tomou E me tirou das muitas águas.
17 Livrou-me do meu inimigo forte, E dos que me odiaram, porque foram mais poderosos que eu.
18 Eles me acometeram no dia da minha calamidade; Mas Jeová tornou-se o meu amparo.
19 Ele me tirou para um lugar espaçoso; Livrou-me, porque tinha prazer em mim.
20 Recompensou-me Jeová segundo a minha retidão, Retribuiu-me segundo a pureza das minhas mãos.
21 Pois tenho guardado o caminho de Jeová, E não me tenho apartado impiamente do meu Deus.
22 Porque todos os seus juízos estão diante de mim, E não afasto de mim os seus estatutos.
23 Fui perfeito para com ele, E me guardei da iniqüidade.
24 Por isso Jeová me retribuiu segundo a minha retidão, Segundo a pureza das minhas mãos, aos seus olhos.
25 Com o benigno te mostrarás benigno; Com o homem perfeito te mostrarás perfeito;
26 Com o puro te mostrarás puro; Com o perverso te mostrarás contrário.
27 Porque tu salvarás ao povo humilde, Mas os olhos altivos tu os abaterás.
28 Pois tu acendes a minha lâmpada; Jeová, meu Deus, é quem alumia as minhas trevas.
29 Pois com o teu auxílio dou numa tropa, Com o auxílio do meu Deus salto uma muralha.
30 Quanto a Deus, perfeito é o seu caminho; A palavra de Jeová é provada; Ele é escudo para todos os que nele se refugiam.
31 Pois quem é Deus a não ser Jeová? E quem é rocha, senão o nosso Deus?
32 O Deus que me veste de força, E torna perfeito o meu caminho.
33 Ele faz os meus pés como os das corças, E me coloca em pé em meus lugares altos.
34 Ele adestra as minhas mãos para a peleja, A ponto de vergarem os meus braços um arco de bronze.
35 Deste-me também os escudos da minha salvação; A tua direita me susteve, E a tua condescendência me engrandeceu.
36 Alargaste os meus passos diante de mim, E não resvalaram os meus pés.
37 Persegui os meus inimigos e os alcancei; Não voltei até haver acabado com eles.
38 Dei neles até que não puderam levantar-se; Caíram debaixo dos meus pés.
39 Pois me cingiste de força para a peleja; Submeteste-me os que se levantaram contra mim.
40 Também fizeste que os meus inimigos me dessem as costas. E quanto aos que me odeiam, eu os exterminei.
41 Gritaram por socorro, porém não houve quem os salvasse; Gritaram a Jeová, mas ele não lhes respondeu.
42 Então os esmiucei como o pó diante do vento, Lancei-os fora como a lama das ruas.
43 Livraste-me das contendas do povo, Fizeste-me cabeça das nações: Um povo, que não conheci, me serviu.
44 Mal ouviram, logo me prestaram obediência; Os estrangeiros a mim se submeteram.
45 Os estrangeiros sumiram-se, E saíram tremendo das suas fortificações.
46 Vive Jeová, e bendita seja a minha rocha; E exaltado seja o Deus da minha salvação,
47 O Deus, que por mim tomou vingança E sujeitou povos debaixo de mim.
48 Ele me livrou dos meus inimigos. Tu me elevaste acima dos que se levantaram contra mim; Livraste-me do homem violento.
49 Portanto, Jeová, eu te darei graças entre as nações, E cantarei louvores ao teu nome.
50 Pois Jeová dá grande livramento ao seu rei, E usa de benignidade para com o seu ungido, Para com Davi e sua semente para sempre.
1 Θελω σε αγαπα, Κυριε, η ισχυς μου.
2 Ο Κυριος ειναι πετρα μου και φρουριον μου και ελευθερωτης μου· Θεος μου, βραχος μου· επ' αυτον θελω ελπιζει· η ασπις μου και το κερας της σωτηριας μου· υψηλος πυργος μου.
3 Θελω επικαλεσθη τον αξιυμνητον Κυριον, και εκ των εχθρων μου θελω σωθη.
4 Πονοι θανατου με περιεκυκλωσαν, και χειμαρροι ανομιας με κατετρομαξαν·
5 Πονοι του αδου με περιεκυκλωσαν, παγιδες θανατου με εφθασαν.
6 Εν τη στενοχωρια μου επεκαλεσθην τον Κυριον, και προς τον Θεον μου εβοησα. Ηκουσεν εκ του ναου αυτου της φωνης μου, και η κραυγη μου ηλθεν ενωπιον αυτου εις τα ωτα αυτου.
7 Τοτε εσαλευθη και εντρομος εγεινεν η γη, και τα θεμελια των ορεων εταραχθησαν και εσαλευθησαν, διοτι ωργισθη.
8 Καπνος ανεβαινεν εκ των μυκτηρων αυτου, και πυρ κατατρωγον εκ του στοματος αυτου· ανθρακες ανηφθησαν απ' αυτου.
9 Και εκλινε τους ουρανους και κατεβη, και γνοφος υπο τους ποδας αυτου.
10 Και επεβη επι χερουβειμ και επετασθη· και επεταξεν επι πτερυγων ανεμων.
11 Εθεσε το σκοτος αποκρυφον τοπον αυτου· η σκηνη αυτου, περιξ αυτου ησαν υδατα σκοτεινα, νεφη πυκνα των αερων.
12 Εκ της λαμψεως της εμπροσθεν αυτου διηλθον τα νεφη αυτου, χαλαζα και ανθρακες πυρος.
13 Και εβροντησεν εν ουρανοις ο Κυριος, και ο Υψιστος εδωκε την φωνην αυτου· χαλαζα και ανθρακες πυρος.
14 Και απεστειλε τα βελη αυτου και εσκορπισεν αυτους· και αστραπας επληθυνε και συνεταραξεν αυτους.
15 Και εφανησαν τα βαθη των υδατων και ανεκαλυφθησαν τα θεμελια της οικουμενης, απο της επιτιμησεως σου, Κυριε, απο του φυσηματος της πνοης των μυκτηρων σου.
16 Εξαπεστειλεν εξ υψους· ελαβε με· ειλκυσε με εξ υδατων πολλων.
17 Ηλευθερωσε με εκ του δυνατου εχθρου μου, και εκ των μισουντων με, διοτι ησαν δυνατωτεροι μου.
18 Προεφθασαν με εν τη ημερα της θλιψεως μου· αλλ' ο Κυριος εσταθη το αντιστηριγμα μου·
19 και εξηγαγε με εις ευρυχωριαν· ηλευθερωσε με διοτι ηυδοκησεν εις εμε.
20 Αντημειψε με ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου· κατα την καθαροτητα των χειρων μου ανταπεδωκεν εις εμε.
21 Διοτι εφυλαξα τας οδους του Κυριου, και δεν ησεβησα εκκλινας απο του Θεου μου.
22 Διοτι πασαι αι κρισεις αυτου ησαν εμπροσθεν μου, και τα διαταγματα αυτου δεν απεμακρυνα απ' εμου·
23 και εσταθην αμεμπτος προς αυτον, και εφυλαχθην απο της ανομιας μου.
24 Και ανταπεδωκεν εις εμε ο Κυριος κατα την δικαιοσυνην μου, κατα την καθαροτητα των χειρων μου εμπροσθεν των οφθαλμων αυτου.
25 Μετα οσιου οσιος θελεις εισθαι· μετα ανδρος τελειου τελειος θελεις εισθαι·
26 μετα καθαρου, καθαρος θελεις εισθαι· και μετα διεστραμμενου διεστραμμενως θελεις φερθη.
27 Διοτι συ θελεις σωσει λαον τεθλιμμενον· οφθαλμους δε υπερηφανων θελεις ταπεινωσει.
28 Διοτι συ θελεις φωτισει τον λυχνον μου· Κυριος ο Θεος μου θελει φωτισει το σκοτος μου.
29 Διοτι δια σου θελω διασπασει στρατευμα, και δια του Θεου μου θελω υπερπηδησει τειχος.
30 Του Θεου, η οδος αυτου ειναι αμωμος· ο λογος του Κυριου ειναι δεδοκιμασμενος· ειναι ασπις παντων των ελπιζοντων επ' αυτον.
31 Διοτι τις Θεος πλην του Κυριου; και τις φρουριον πλην του Θεου ημων;
32 Ο Θεος ειναι ο περιζωννυων με δυναμιν, και καθιστων αμωμον την οδον μου.
33 Καμνει τους ποδας μου ως των ελαφων και με στηνει επι τους υψηλους τοπους μου.
34 Διδασκει τας χειρας μου εις πολεμον, και εκαμε τοξον χαλκουν τους βραχιονας μου.
35 Και εδωκας εις εμε την ασπιδα της σωτηριας σου· και η δεξια σου με υπεστηριξε και η αγαθοτης σου με εμεγαλυνεν.
36 Επλατυνας τα βηματα μου υποκατω μου, και οι ποδες μου δεν εκλονισθησαν.
37 Κατεδιωξα τους εχθρους μου και εφθασα αυτους· και δεν επεστρεψα εωσου συνετελεσα αυτους.
38 Συνετριψα αυτους και δεν ηδυνηθησαν να ανεγερθωσιν· επεσον υπο τους ποδας μου.
39 Και περιεζωσας με δυναμιν εις πολεμον· συνεκαμψας υποκατω μου τους επανισταμενους επ' εμε.
40 Και εκαμες τους εχθρους μου να τρεψωσιν εις εμε τα νωτα, και εξωλοθρευσα τους μισουντας με.
41 Εβοησαν, και ουδεις ο σωζων· προς τον Κυριον, και δεν εισηκουσεν αυτων.
42 Και κατελεπτυνα αυτους ως κονιν κατα προσωπον ανεμου· απετιναξα αυτους ως τον πηλον των οδων.
43 Ηλευθερωσας με εκ των αντιλογιων του λαου· κατεστησας με κεφαλην εθνων· λαος, τον οποιον δεν εγνωρισα, εδουλευσεν εις εμε.
44 Μολις ηκουσαν, και υπηκουσαν εις εμε· ξενοι υπεταχθησαν εις εμε.
45 Ξενοι παρελυθησαν και κατετρομαξαν εκ των αποκρυφων τοπων αυτων.
46 Ζη Κυριος, και ευλογημενον το φρουριον μου· και ας υψωθη ο Θεος της σωτηριας μου·
47 ο Θεος ο εκδικων με και υποτασσων λαους υποκατω μου·
48 οστις με ελευθερονει εκ των εχθρων μου. Ναι, με υψονεις υπερανω των επανισταμενων επ' εμε· ηλευθερωσας με απο ανδρος αδικου.
49 Δια τουτο θελω σε υμνει, Κυριε, μεταξυ των εθνων, και εις το ονομα σου θελω ψαλλει.
50 Αυτος μεγαλυνει τας σωτηριας του βασιλεως αυτου, και καμνει ελεος εις τον κεχρισμενον αυτου, εις τον Δαβιδ και εις το σπερμα αυτου εως αιωνος.