1 De feito Deus é bom para com Israel, Para com os que são puros de coração.

2 Mas quanto a mim, quase que os pés me resvalaram; Pouco faltou que os meus passos escorregassem.

3 Pois eu tinha inveja dos arrogantes, Vendo a prosperidade dos perversos.

4 Porque eles não têm apertos, São e robusto é o seu corpo.

5 Não participam das tribulações humanas, Nem como os outros homens são flagelados.

6 Por isso a soberba os cinge com um colar; A violência, como um vestido, os cobre.

7 Os olhos soltam-lhes da gordura, As fantasias da sua mente trasbordam.

8 Eles motejam e falam maliciosamente da opressão; Falam arrogantemente.

9 Põem nos céus a sua boca, E a sua língua percorre a terra.

10 Portanto para tais se desvia tal povo, Que bebe as suas águas em abundância,

11 Dizendo: Como sabe Deus? Acaso há conhecimento no Altíssimo?

12 Eis que tais são os perversos; E estando sempre em segurança, aumentam de opulência.

13 De certo em vão é que tenho purificado o meu coração, E lavado as minhas mãos na inocência,

14 Pois tenho sido afligido de contínuo, E castigado toda a manhã.

15 Se eu tivesse dito: Proferirei tais palavras, Eis que me teria havido traiçoeiramente para com a geração de teus filhos.

16 Quando eu pensava para compreender isto, Achei que era tarefa difícil para mim;

17 Até que entrei no santuário de Deus, E considerei o fim deles.

18 De certo tu os colocas em lugares escorregadios, Tu os lanças em destruição.

19 Como são levados à destruição num momento! Ficam de todo consumidos de terrores.

20 Como um sonho, quando se acorda; Assim tu, ó Senhor, ao despertares, desprezarás a imagem deles.

21 Quando o meu coração se exacerbava, E sentia retalharem-se-me os rins,

22 Eu estava embrutecido e ignorante: Tornei-me como um animal diante de ti.

23 Todavia estava eu de contínuo contigo, Tu me tomaste pela mão direita.

24 Guiar-me-ás com o teu conselho, E depois me receberás na glória.

25 Quem, senão a ti, tenho eu nos céus? Não há na terra quem eu deseje além de ti.

26 Desfalecem a minha carne e o meu coração; Do meu coração, porém, Deus é a fortaleza, e o meu quinhão para sempre.

27 Pois eis que hão de perecer os que se apartam de ti; Exterminarás a todos os que se desviam de ti.

28 Mas quanto a mim, bom é aproximar-me de Deus; No Senhor Jeová ponho o meu refúgio, Para que eu fale de todas as suas obras. aflito

1 Αγαθος τωοντι ειναι ο Θεος εις τον Ισραηλ, εις τους καθαρους την καρδιαν.

2 Εμου δε, οι ποδες μου σχεδον εκλονισθησαν· παρ' ολιγον ωλισθησαν τα βηματα μου.

3 Διοτι εζηλευσα τους μωρους, βλεπων την ευτυχιαν των ασεβων.

4 Επειδη δεν ειναι λυπαι εις τον θανατον αυτων, αλλ' η δυναμις αυτων ειναι στερεα.

5 Δεν ειναι εν κοποις, ως οι αλλοι ανθρωποι· ουδε μαστιγονονται μετα των λοιπων ανθρωπων.

6 δια τουτο περικυκλονει αυτους η υπερηφανια ως περιδεραιον· η αδικια σκεπαζει αυτους ως ιματιον.

7 Οι οφθαλμοι αυτων εξεχουσιν εκ του παχους· εξεπερασαν τας επιθυμιας της καρδιας αυτων.

8 Εμπαιζουσι και λαλουσιν εν πονηρια καταδυναστειαν· λαλουσιν υπερηφανως.

9 Θετουσιν εις τον ουρανον το στομα αυτων, και η γλωσσα αυτων διατρεχει την γην.

10 Δια τουτο θελει στραφη ενταυθα ο λαος αυτου· και υδατα ποτηριου πληρους εκθλιβονται δι' αυτους.

11 Και λεγουσι, Πως γνωριζει ταυτα ο Θεος; και υπαρχει γνωσις εν τω Υψιστω;

12 Ιδου, ουτοι ειναι ασεβεις και ευτυχουσι διαπαντος· αυξανουσι τα πλουτη αυτων.

13 Αρα, ματαιως εκαθαρισα την καρδιαν μου και ενιψα εν αθωοτητι τας χειρας μου.

14 Διοτι εμαστιγωθην ολην την ημεραν και ετιμωρηθην πασαν αυγην.

15 Αν ειπω, Θελω ομιλει ουτως· ιδου, εξυβριζω εις την γενεαν των υιων σου.

16 Και εστοχασθην να εννοησω τουτο, πλην μ' εφανη δυσκολον·

17 εωσου εισελθων εις το αγιαστηριον του Θεου, ενοησα τα τελη αυτων.

18 Συ βεβαιως εθεσας αυτους εις τοπους ολισθηρους· ερριψας αυτους εις κρημνον.

19 Πως δια μιας κατηντησαν εις ερημωσιν Ηφανισθησαν, απωλεσθησαν υπο αιφνιδιου ολεθρου.

20 Ως ονειρον εξεγειρομενου Κυριε, οταν εγερθης, θελεις αφανισει την εικονα αυτων.

21 Ουτως εκαιετο η καρδια μου, και τα νεφρα μου εβασανιζοντο·

22 και εγω ημην ανοητος και δεν εγνωριζον· κτηνος ημην ενωπιον σου.

23 Εγω ομως ειμαι παντοτε μετα σου· συ με επιασας απο της δεξιας μου χειρος.

24 Δια της συμβουλης σου θελεις με οδηγησει και μετα ταυτα θελεις με προσλαβει εν δοξη.

25 Τινα αλλον εχω εν τω ουρανω; και επι της γης δεν θελω αλλον παρα σε.

26 Ητονησεν η σαρξ μου και η καρδια μου· αλλ' ο Θεος ειναι η δυναμις της καρδιας μου και η μερις μου εις τον αιωνα.

27 Διοτι, ιδου, οσοι απομακρυνονται απο σου, θελουσιν απολεσθη· συ εξωλοθρευσας παντας τους εκκλινοντας απο σου.

28 Αλλα δι' εμε, το να προσκολλωμαι εις τον Θεον ειναι το αγαθον μου· εθεσα την ελπιδα μου επι Κυριον τον Θεον, δια να κηρυττω παντα τα εργα σου.